Νύχτωσε
Κι ἀπ’ τὸ πρωὶ πασχίζω νὰ γράψω ἕναν πραγματικὸ στίχο,
–κάποιαν ἀλήθεια
Μάταια
Οἱ λέξεις εἶναι ψεύτικες κι ὁ κόσμος ὄνειρο.
Ἀπηυδημένος μουντζουρώνω τὸ χαρτὶ μὲ λύσσα μὲ μανία
Σχίζεται
Καὶ στροβιλιζόμενος μ’ ὅλες τὶς λέξεις καὶ τὰ πράγματα,
χανόμαστε μέσα στὸ σχίσμα.
«Ποιὰ εἶναι ἡ πραγματικότητα!» κραυγάζω στὸ κενὸ
«Ἐγωώ...» ἀποκρίνεται ἡ ἠχὼ
Ἐμπρός μου στέκει ἕνα γυμνὸ πανέμορφο κορίτσι
Μ’ ἀγκαλιάζει καὶ σιωπηλὰ κάνουμε ἔρωτα
Ἀπὸ τοὺς πόρους τοῦ δέρματός της,
γλυκὲς φωνοῦλες μοῦ ψιθυρίζουν:
«Μὲ τὶς λέξεις ποτὲ μὰ ποτὲ δὲν θὰ μάθεις ποιὰ εἶμαι.»