Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

Laila


...πλησιάζοντας στο εστιατόριο βλέπω πλήθος συγκεντρωμένο απ’ έξω, με τις παλάμες σαν παρωπίδες κολλημένες στην τζαμαρία να κοιτάζουν στο εσωτερικό· «τί συμβαίνει;» κατεβαίνω απ’ τη μοτοσυκλέτα ανήσυχος, τους παραμερίζω, μπαίνω στο μαγαζί και βλέπω δυο άραβες με καλάσνικωφ να απειλούν καμιά δεκαριά πελάτες και την Polly που τους έχουν συγκεντρώσει στη γωνία με τα χέρια ψηλά· ο νεώτερος από τους δύο τρομοκράτες μ’ αρπάζει και με σπρώχνει βίαια μαζί με τους υπόλοιπους ομήρους· «τί συμβαίνει;» ρωτώ ψιθυριστά την Polly· «ο θεός είναι μεγάλοος..!» ουρλιάζει στο πρόσωπό μου ο άραβας· «καμιά αντίρρηση,» λέω· βρίζοντας και χτυπώντας μας με τους υποκόπανους τών όπλων τους, μας υποχρεώνουν να ξαπλώσουμε πρηνηδόν στο πάτωμα με τα χέρια στο κεφάλι· ο ένας από τους άραβες είναι ηλικιωμένος, 60 περίπου χρονών με αραιά, λευκά γένια· ο δεύτερος, είναι νεαρός 20-25 περίπου χρονών· μαζί τους είναι και μια κοντή γυναίκα με μπούργκα η οποία έρχεται και κάθεται οκλαδόν ανάμεσά μας· ένα κινητό χτυπά· ο ηλικιωμένος άραβας βγάζει τη συσκευή από την τσέπη του· κοιτάζει ποιός τηλεφωνεί και τη φέρνει στ’ αυτί του· μια διαπεραστική φωνή εξέρχεται απ’ τη συσκευή: «τα παιδιά μου κακούργεε..! θα μου σκοτώσεις τα παιδιαά..!» ο ηλικιωμένος: «τα παιδιά είναι ευλογημένα, γυναίκα· θα σωθούν· θα πάνε κοντά στο θεό·» «είσαι τρελός, άντρα! μου πήρες τα παιδιά μου και τα ξεμυάλισες!» «γυναίκα, το τέλος τού κόσμου έφθασε· είναι μπροστά στα μάτια σου και δεν το βλέπεις· ο θεός μού είπε: ‘Abasi, θύμωσα με τους ανθρώπους γιατί λησμόνησαν τον αληθινό θεό και ζουν μέσα στην ακολασία· γι’ αυτό αποφάσισα να καταστρέψω τον κόσμο· εσύ όμως Abasi, είσαι ευσεβής άνθρωπος κι ακολουθείς τις εντολές μου γι’ αυτό θα σε σώσω· ελάτε να μείνετε κοντά μου εδώ, στον οίκο τού θεού·’ ας γίνει το θέλημα του θεού, γυναίκα·» «εσύ πήγαινε όπου θες! τα παιδιά μου όμως άφησέ τα μου εδώ· είναι δικά μου·» «γυναίκα, βλασφημείς κι ο θεός σ’ ακούει και θυμώνει·» ο νεαρός αρπάζει απότομα τη συσκευή απ’ το χέρι τού πατέρα του και φωνάζει: «άπιστη μάνα! ο σατανάς μιλά απ’ το στόμα σου·» «μην ακούς τον πατέρα σου παιδάκι μου· ο θεός είναι καλός. δεν θέλει να πεθάνετε·» «είμαστε μάρτυρες εμείς, μάνα· εμείς θα πάμε στον παράδεισο κι εσύ στις αιώνιες φλόγες τής κόλασης·» «αχ παιδάκι μου, τρελάθηκες, τρελάθηκες.., σου πήρε τα μυαλά αυτός· δώσε μου τη Laila·» η απελπισμένη γυναίκα κλαίγοντας γοερά τον εκλιπαρεί: «...αφήστε μου τη Laila· αφήστε μου τουλάχιστον τη Laila μου!» έξω φρενών ο νεαρός πετά μ’ όλη του τη δύναμη το κινητό στον τοίχο και το διαλύει· ρίχνω ένα φοβισμένο βλέμμα στη γυναίκα με τη μπούργκα· «είναι βομβιστής αυτοκτονίας,» ψιθυρίζω με τρόμο στην Polly που είναι ξαπλωμένη δίπλα μου· «τί μαλάκες!» λέει και κάνει να σηκωθεί· «κάτσε κάτω,» την συγκρατώ απ’ το χέρι· «δεν αντέχω τόση μαλακία, Soma· δεν την αντέχω·» «είναι φανατισμένοι· θα σε σκοτώσουν·» «άσε με,» λέει και σηκώνεται αποφασισμένη: «άκου φίλε,» λέει στον νεαρό άραβα: «δεν με νοιάζει να πας στον παράδεισό σου· πήγαινε όπου θες· κανείς δεν σ’ εμποδίζει· αλλά γιατί δεν παίρνεις την αδερφή σου και τον πατέρα σου να πάτε απέναντι στο πάρκο κι εκεί ν’ ανατιναχτείτε, να σκοτωθείτε, να πα’ να γαμηθείτε να κάνετε ό,τι θέλετε και να μας αφήσετε εμάς στην ησυχία μας; εμείς δεν θέλουμε να πάμε στον παράδεισό σας· θέλουμε να μείνουμε εδώ, στη γη·» τα λόγια της την ερεθίζουν κι άλλο· η οργή της την εξοργίζει περισσότερο· την τραβώ απ’ το χέρι, «παράτα με κι εσύ!» χτυπώντας με τον δείκτη της το στήθος τού νεαρού: «δεν γουστάρω τον σκατοπαράδεισό σου, ρε μαλακισμένο· το καταλαβαίνεις; δεν γουστάρω να έρθω· δεν αντέχω τους φανατικούς, τους ηλίθιους σαν και σένα που αντί να πάτε να σκοτώσετε τους πλούσιους και τους τραπεζίτες που δημιούργησαν αυτή την κόλαση, σκοτώνετε αθώο κόσμο που υποφέρει όπως κι εσείς·» ο άραβας την σημαδεύει και πιέζει τη σκανδάλη· «Pollyy..!» το όπλο παθαίνει εμπλοκή· ο τρομοκράτης πασχίζει να επιδιορθώσει το καλάσνικωφ· η Polly είναι σε τέτοια κατάσταση που δεν λογαριάζει τίποτε· «άντε γαμήσου κωλόπαιδο κι εσύ κι η θρησκεία σου κι όλες οι θρησκείες τού κόσμου· χιλιάδες χρόνια τώρα μας πρήζετε τ’ αρχίδια με τους θεούς σας! αρκετά πια! χώστε τους στον κώλο σας κι αφήστε μας να ζήσουμε ελεύθερα όπως μας αρέσει! σκατά στα μούτρα σας, τσογλάνια!» μια ριπή διακόπτει τα λόγια της· το σώμα της σφαδάζει στον αέρα –το ίδιο αυτό το σώμα που χθες στον ίδιο αυτό χώρο σπαρταρούσε από έρωτα τώρα σπαρταρά από θάνατο– βλέπω τις σφαίρες που το διαπερνούν να καρφώνονται στον τοίχο πίσω της κι έπειτα πέφτει πάνω μου σαν σακί· «άπιστη..,» μουρμουρίζει με μίσος μεσ’ απ’ τα δόντια ο νεαρός άραβας· νιώθω το ζεστό της αίμα να μουσκεύει τα ρούχα μου και να κολλά στο δέρμα μου· την σφίγγω στην αγκαλιά μου, ξεσπώ σε κλάματα: «Polly, Polly..,» βήχει αίμα· τί κάνει; χαμογελά; «του τα ’πα και ξεθύμανα, Soma·» «σστ, μη μιλάς·» «αγανάχτησα· ήταν ανυπόφορος·» «είσαι γενναίο κορίτσι, Polly· γενναίο κι ανόητο·» «με συγχωρείς που σου φέρθηκα έτσι χθες..,» «ω, Polly, ξέχνα το· δεν σου κρατώ κακία·» «είσαι καλός άνθρωπος, Soma, έχεις αγάπη μέσα σου και σύντομα θα σου βγει· θ’ αγαπήσεις· και θα ’ναι πολύ τυχερή αυτή που θ’ αγαπήσεις...» «μη μιλάς, μη μιλάς, Polly·» «γκουχ-γκουχ..,» και ξαφνικά τα ορθάνοιχτα μάτια της πετρώνουν κι όλα χάνουν απότομα το νόημα του· «Polly!» έπεσαν οι μορφές και ν’ αποκαλύφθηκε η ανυπαρξία τού κόσμου· σηκώνω μια καρέκλα και κάθομαι· τίποτε πια δεν έχει σημασία, τίποτε δεν με νοιάζει· κουράστηκα απ’ τον κόσμο· παραιτούμαι· κάθε προσπάθεια να κατανοήσω τί συμβαίνει και γιατί συμβαίνει, είναι μάταιη· δεν υπάρχει τίποτε να καταλάβω· έτσι είναι η ζωή· τελεία και παύλα· κι αυτό είναι το τέλος τού κόσμου· ένα εξαιρετικά γελοίο τέλος· μια τραγικά ανόητη κατάληξη· ο εκτροχιασμένος πλανήτης τραντάζεται απ’ τα γέλια με το καταγέλαστο κατάντημα τού ανθρώπινου είδους που κουβαλά πάνω του· ο καγχασμός του αντηχεί στο σκοτεινό, απέραντο διάστημα και το στοιχειώνει... και ξαφνικά περνά απ’ το νου μου η εξωφρενική ιδέα ότι κάποιος μπορεί ν’ αλλάξει τον εαυτό του και τον κόσμο, και να ζήσει μια καινούργια ζωή αν.., αν αλλάξει τον γραφικό του χαρακτήρα· έχω την απολύτως παράλογη πεποίθηση ότι αλλάζοντας γραφικό χαρακτήρα θα προκαλέσω μια σημειακή διαταραχή στο σύμπαν, μια απειροελάχιστη αταξία στους φυσικούς νόμους, η οποία θα εξαπλωθεί και θα οδηγήσει σε γενικότερη ανακατάταξη των πραγμάτων· έχω την αρχέγονη, απονενοημένη πίστη ότι η γλώσσα είναι πανίσχυρο, μαγικό ξόρκι το οποίο δημιουργεί τους κόσμους όπου ζούμε· ότι η επίκληση και μόνο του ονόματός του μπορεί να αναστήσει τον νεκρό· βγάζω λοιπόν το μολύβι απ’ την τσέπη μου κι αρχίζω να χαράσσω με δύναμη πάνω στο μαλακό ξύλο τού τραπεζιού αργά, ένα-ένα τα γράμματα του ονόματός της· όχι όπως συνήθως γράφω, αλλά σαν να είμαι ο πρώτος άνθρωπος που ανακαλύπτει τη γραφή· ‘P-o-l-l-y·’ γκαπ! με τον υποκόπανο ο νεαρός άραβας, αισθάνομαι έναν οξύτατο πόνο στο κεφάλι μου και πέφτω ζαλισμένος στο πάτωμα· μέσα από μια βαθυκόκκινη κουρτίνα –είναι το αίμα που κυλά απ’ το τραύμα στο κεφάλι μου καλύπτοντας το μάτια μου– βλέπω θολά τον τρομοκράτη να σκύβει, να διαβάζει αυτό που έγραψα, να υψώνει το καλάσνικωφ και σημαδεύοντάς με σφίγγει το δάχτυλο στη σκανδάλη· χα! δεν φοβάμαι· σε λίγο θα ’μαι με την Polly μακριά απ’ αυτόν τον σκατόκοσμο· τότε ανοίγει η πόρτα τού καταστήματος, «κακούργεε..!» και εισβάλλει μια έξαλλη γυναίκα με μπούργκα που ανεμίζει σαν μαύρη κατάρα κραδαίνοντας ένα μαχαίρι· «ήρθα να πάρω τα παιδιά μου! Laila! Farouq, πού είστε;» ο ηλικιωμένος άραβας σε εκστατική κατάσταση με υψωμένα χέρια βοά: «αίμαα..! βλέπω αίμα, γυναίκαα· πολύ αίμα, παντού αίμαα..!» στο τεντωμένο, τρεμάμενο χέρι του κρατά μια μικρή ηλεκτρονική συσκευή –ένα τηλεχειριστήριο, κι ετοιμάζεται να πυροδοτήσει την βόμβα-κόρη του· «το δικό σου αίμα βλέπεις, βλάκα!» απαντά η γυναίκα και, ντουπ-ντουπ-ντουπ! του καταφέρει τρεις αλλεπάλληλες μαχαιριές στο στήθος· ο άντρας κλονίζεται· «πατέραα..!» κραυγάζει δραματικά η κόρη· ο ηλικιωμένος άραβας προσπαθεί να φωνάξει αλλά η πίεση του αέρα στα πνευμόνια του βρίσκει διέξοδο από τις τρύπες στο στήθος κάνοντας ν’ αναβλύσουν τρεις ορμητικοί πίδακες αίματος σε απόσταση τεσσάρων-πέντε μέτρων· εμβρόντητο το θύμα κοιτάζει τους πίδακες που εκπηδούν από μέσα του σαν να μη πιστεύει στα μάτια του· κάνει ένα ασταθές βήμα, γλιστρά πάνω στο πηχτό του αίμα και καθώς πέφτει, το τηλεχειριστήριο ξεφεύγει από το χέρι του, διαγράφει μια μεγάλη παραβολική τροχιά στο αέρα και ωωπ! έρχεται και πέφτει στην παλάμη μου· μέσα στη σκοτοδίνη μου προσπαθώ να διακρίνω τί είναι αυτό το ουρανοκατέβατο πράγμα που ήρθε κι έπεσε στο χέρι μου· ακούγεται μια ριπή, η μάνα με τη μπούργκα σωριάζεται, το καλάσνικωφ του γιού της που τρέμει σύγκορμος καπνίζει· «μάναα..!» κραυγάζει δραματικά η κόρη· «μεγαάλη η χάρη τού θεού!» ουρλιάζει σε παροξυσμική κατάσταση ο γιος· «μεγαάλη η χάρη του!» στριγγλίζει υστερικά κι η βόμβα-αδελφή του· η βλακεία είναι η πιο μεταδοτική, η πιο επικίνδυνη απ’ όλες τις ασθένειες, το πιο θανάσιμο απ’ τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα· σε κατάσταση ομαδικού παραληρήματος, «είναι μεγάλη σαν μαγκάλιι..!» ανταποκρίνεται ο θρησκόληπτος όχλος απ’ έξω σπάζοντας τις τζαμαρίες με γροθιές και κλωτσιές και εισβάλλοντας στο μαγαζί· «μεγάλη σαν την Βαϊκάλη και σαν την Αγχιάλη!» ντελίριο μανιώδους παράνοιας, «μεγάλη-μεγάλη, σαν βου-βάλι!» φρενίτιδα μνημειώδους βλακείας και άγριας θεομανίας που καταλήγει σε ανεξέλεγκτο καταιγισμό πυρών από και προς πάσα κατεύθυνση· τραπέζια, καρέκλες τινάζονται και διαλύονται στον αέρα· «θεέ-θεέ, αλη-θι-νέ!» ποτήρια, μπουκάλια, καθρέφτες σπάνε, «θεέ-θεέ, ιδα-νι-κέ!» ορυμαγδός, πανδαιμόνιο, ομαδική παράκρουση· «ανατινάξου!» φωνάζει ο Farouq στην αδερφή του· σηκώνομαι με κόπο και μέσα στην παραζάλη μου κατευθύνομαι παραπαίοντας προς την έξοδο υπηρεσίας· ένας άσχετος με τζίβα μαλλιά που περιφέρεται με τα χέρια στις τσέπες χαζεύοντας άσκοπα, «πω, πω! ρε φίλε, της πουτάνας γίνεται στο μαγαζί σου· πώς το επιτρέπεις;» τον κοιτάζω παγερά· ψάχνει τις κατσαρόλες· «μμ, ωραίο κεμπάπ!» «ανατινάξου αδελφηή..!» ωρύεται ο Farouk· «δεν μπορώ· δεν έχω το τηλεχειριστήριο,» του απαντά αυτή· «ποιος το ’χει, γαμώ το κέρατό μου;» «αυτός!» και δείχνει εμένα· «δώσε το τηλεχειριστήριο, άπιστε!» μου φωνάζει ο τρομοκράτης απλώνοντας απαιτητικά την παλάμη του· «άντε γαμήσου·» του λέω· ο τύπος με την τζίβα ενώ κάνει μια παπάρα στην κατσαρόλα: «α, δεν είναι σωστό, φίλε· πρέπει να του το δώσεις· δεν είναι δικό σου· γιατί τού το πήρες;» τον κοιτάζω έτοιμος να του χώσω μπουνιά: «τί λες ρε άσχετε;!» «α, όλα κι όλα, φίλε! ο πελάτης έχει πάντα δίκιο,» λέει με μπουκωμένο στόμα· ο Farouq μού βάζει την κάνη τού καλάσνικωφ στο πηγούνι: «το τηλεχειριστήριο!» «δε στο δίνω·» το δάχτυλό του σφίγγει τη σκανδάλη και, ντουπ! τρώει μια αδέσποτη στο μέτωπο και σωριάζεται με μια αστεία, ελικοειδή κίνηση του σώματος γύρω από τον άξονά του· «αδελφεέ..!» στριγγλίζει δραματικά η αδερφή· τινάσσεται πάνω και πατώντας πάνω στους ξαπλωμένους στο πάτωμα ομήρους έρχεται κι αγκαλιάζει τον αδερφό της που ξεψυχά· «ανατινάξου αδελφή· πάρε απ’ τον άπιστο το τηλεχειριστήριο κι ανατινάξου· το υποσχέθηκες στον πατέρα· ακολούθησέ μας στον παράδεισο· μαγκάλι η χάρη τού θεού..,» λέει αφήνοντας την τελευταία του πνοή· «μαγκάλι αναμμένο, αδελφέ· θ’ ανατιναχθώ, στο υπόσχομαι·» και σφίγγοντάς τον στην αγκαλιά της κλαίει μ’ αναφιλητά· σηκώνεται, τρέχει πίσω μου και πιάνοντάς με απ’ τον αγκώνα με σταματά· «δώστε μου το τηλεχειριστήριο, κύριε· δώστε μου το ν’ ανατιναχτώ·» τραβώ απότομα το χέρι μου· «άντε παράτα μας, κυρά μου·» βγαίνω στο δρόμο· βαδίζω γρήγορα· είμαι εξοργισμένος με την επιπολαιότητα του θεού που δημιούργησε έναν ολόκληρο κόσμο αμελώντας να του δώσει νόημα· η κοντή σαν αυγό γυναίκα τρέχει πίσω μου· η λουλακί μπούργκα ανεμίζει σαν αερικό· με αγγίζει στον αγκώνα, «σας παρακαλώ κύριε, η κατάρα τού πατέρα μου θα με κυνηγά σ’ όλη μου τη ζωή·» την σπρώχνω· «φύγε από ’δω, ανόητη·» «του το υποσχέθηκα·» κλωτσώ θυμωμένος το πτώμα ενός χοντρού αρουραίου· σκοτεινιάζει και στον ουρανό κάτι μολυβένια σύννεφα μου συνθλίβουν την καρδιά· αισθάνομαι απέραντη θλίψη· φθάνω σπίτι, ανεβαίνω τις σκάλες –αυτή πάντα πίσω μου– μπαίνω στο διαμέρισμα, ξαπλώνω στο κρεβάτι, ανοίγω την τηλεόραση· έχει κάτι παλιά ασπρόμαυρα mickey mouse του προηγούμενου αιώνα· η γυναίκα-βόμβα εμφανίζεται δειλά στο άνοιγμα της πόρτας, πλησιάζει διστακτικά στο κάτω μέρος τού κρεβατιού και στέκει σιωπηλή· «τί θες;» λέω εκνευρισμένος· «φύγε από ’δω! πήγαινε σπίτι σου·» δεν μιλά· την αγνοώ, δεν της δίνω σημασία· με κυριεύει μια απέραντη απάθεια, μια αδιαφορία για τα πάντα· βγάζω από την τσέπη μου το μικρό τηλεχειριστήριο και της το πετώ πάνω στο κρεβάτι· «ορίστε, παρ’ το και κάνε ό,τι θες· ανατινάξου· δεν με νοιάζει·» της λέω και στρέφομαι στην τηλεόραση· απλώνει το χέρι, παίρνει αργά το τηλεχειριστήριο, τοποθετεί τον αντίχειρα πάνω στο κόκκινο κουμπί, είναι έτοιμη να το πατήσει· το παράξενο λουλακί πλάσμα στέκει εκεί, όρθιο, ασάλευτο, σιωπηλό και με κοιτάζει επίμονα μέσα απ’ τη σχισμή τής μπούργκας· εκνευρίζομαι· «άντε κυρά μου, τέλειωνε να ησυχάσουμε επιτέλους!» ξαφνικά πετά το τηλεχειριστήριο στο κρεβάτι και τραβώντας τη μπούργκα τη βγάζει πάνω απ’ το κεφάλι της· ανασηκώνομαι στους αγκώνες έκπληκτος: μπροστά μου στέκει ένα γυμνό, αδύνατο, κοριτσάκι 10 περίπου χρονών που έχουν περιτυλίξει σφιχτά το κορμάκι του με φαρδιές, ασημένιες, αυτοκόλλητες, ταινίες οι οποίες συγκρατούν κατάσαρκα τις δεσμίδες των εκρηκτικών· 

Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017

Κρυστάλλινα Ποτήρια στη Βροχή




Ἀτενίζει ὁ Θεὸς τοὺς ἀστέρες,
κι ἀντιλαμβάνεται ὅτι τὸ κενὸ διάστημα,
δὲν εἶναι δικό του δημιούργημα.

Ἐργάζομαι ὡς πωλητὴς στοῦ Zara στὴν Regent Street
Μπαίνει ἡ Παναγία κρατῶντας χαλινάρια
Κάτ’ ἀπ’ τὰ πέλματά της τὴν μεταφέρουν δυὸ χελῶνες.
Πλάτ, πλὰτ ἀκούγεται ἀπ’ τὸ δοκιμαστήριο
–ἡ κοιλιά μου πλαταγίζει στοὺς γυμνοὺς γλουτούς της
Χύνω κι ἀπ’ τὸ μουνί της βγάζει τὸν Χριστό
«Ἀνάλαβε τὸν γιό σου» λέει.

Νύχτα στὸ Hyde Park
Ἐναερίζομαι ἁπαλὰ θηλάζοντας τὸ θεῖο βρέφος
Στὸ γρασίδι,
ἀμέτρητα κρυστάλλινα ποτήρια γεμάτα βροχή,
κωδωνίζουν ἀνεπαίσθητα λάμποντας στὸ σεληνόφως
Μέσ’ τὸ φλογόλευκο κρανίο μου ἐμφανίζεται ὁ Θεὸς
«Ὁ χῶρος εἶναι ὁ νοῦς σου» λέει κι ἀποτεφρώνεται.

Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2017

Θά φᾶμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο!»

(ἕνα Χριστουγεννιάτικο, τρυφερὸ διήγημα στοὺς ἄγριους καιροὺς ποὺ ζοῦμε)


Συναντῶ τὸν κ. Ἀναγνώστου, τὸν διαχειριστὴ τῆς πολυκατοικίας, στὸ ἀσανσὲρ καὶ κατεβαίνουμε μαζί.
«Καλὰ Χριστούγεννα κύριε Ἀναγνώστου, τί κάνετε;»
«Καλὰ Χριστούγενννα Λάρρυ παιδί μου, ἐσὺ πῶς εἶσαι; Ἡ Μαρία καλά;»
«Μιὰ χαρά, μιὰ χαρά…»
«Τώρα πᾶς δουλειά;»
«Ὄχι· εἶμαι βραδυνὸς σήμερα. Πάω στὸ super market ν’ ἀγοράσω τὴ γαλοπούλα γιὰ αὔριο…
Σιωπή· ἡ γνωστὴ ἀμηχανία τοῦ ἀσανσέρ.
«Πῶς βλέπετε τὴν κατάσταση κ. Ἀναγνώστου;» ῥωτάω.
«Χάλια. Ἀπ’ τὸ κακὸ στὸ χειρότερο. Ὅπως πᾶμε, θὰ φᾶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο…»
«Χά-χά! Ἔ, ὄχι δά!»
«Ἄκου ποὺ σοῦ λέω, ἄκου ποὺ σοῦ λέω, παιδί μου…»

Ἦταν ὡραία ἡ μέρα.
Σὲ δέκα λεπτὰ ἤμουν στὸν “Βασιλόπουλο” στὴ Μαυρομιχάλη καὶ ψώνιζα. Κι ἐκεῖ ποὺ ἔσκυβα καὶ διάλεγα μιὰ φθηνή, ὡραία κατεψυγμένη γαλοπούλα, περνάει μιὰ κυρία μ’ ἕνα πιτσιρίκι, μὲ βουτᾶ ἀπ’ τὸ σβέρκο καὶ μὲ βάζει στὸ καρότσι λέγοντας στὸ σκατόπαιδό της:
«Αὐτὸν θὰ φᾶμε για γαλοπούλα, καὶ μὴ πεῖς ὄχι.»
Ὁ μικρὸς μὲ κοιτᾶ μοχθηρὰ καὶ λέει: «Ἐγὼ δὲν τὸν τρώω αυτόν. Δὲν μ’ ἀρέσει.»
«Θὰ τὸν φᾶς καὶ θὰ πεῖς κι ἕνα τραγούδι.»
«Ὄχι, ὄχι, ὄχι! Δὲν μ’ ἀρέσει, εἶναι μαλλιάς.»
Προσβλήθηκα.
«Γιατί ῥὲ μαλακισμένο; Λίγος σοῦ πέφτω; Κοίτα ’δῶ» καὶ τοῦ δείχνω τὸ μπράτσο μου. «Πιάσε νὰ δῇς.»
«Μαμὰ μὲ εἶπε “μαλακισμένο”»
«Ἀφοῦ εἶσαι,» τοῦ ἀπαντᾶ.
«Κυρία μου, ὁ γιός σας εἶναι κακομαθημένος.»
«Δὲν σοῦ δίνω τὸ δικαίωμα.»
Στὸ ταμεῖο ἡ ταμίας μὲ πέρασε ἀπὸ τὸ λέϊζερ καὶ εἶπε ὅτι δὲν εἶμαι προϊόν τοῦ καταστήματος κι ἔτσι δὲν μὲ χρέωσε. Ὅλοι χαρήκαμε ποὺ ἤμουν τσάμπα πράμα σὲ καιρὸ οἰκονομικῆς κρίσης.

Μὲ μεταφέρουν σπίτι τους καὶ μὲ βάζουν στὸν φοῦρνο μὲ πατάτες. Ἦταν ἐκεῖ κι ἕνα σατανικὸ κοριτσάκι –ἡ μικρὴ ἀδερφὴ τοῦ ἀγοριοῦ. Ἡ μάνα τους πηγαίνει στὸ ἄλλο δωμάτιο ν’ ἀλλάξει.
Μπήγω τὶς φωνές: «Κυρία, κυρία βοήθεια!» καταφθάνει, «τὰ παιδιά σας μὲ χτυπᾶνε μὲ τὶς κουτάλες!»
Τρέχει καὶ τοὺς ἁρπάζει τὶς κουτάλες ἀπ’ τὰ χέρια.
«Τὸ φαγητὸ εἶν’ εὐλογημένο ἀπ’ τὸ Θεό. Γιατί χτυπᾶτε;»
«Τρώει τὶς πατάτες ποὺ μᾶς ἀρέσουν,» λένε τὰ σκατόπαιδα μουτρωμένα.
«Τρῶς τὸ φαγητὸ τῶν παιδιών;! Σὰ δὲ ντρέπεσαι, ἀναίσθητε!»
«Πεινάω.»
«Καλὰ σοῦ κάνανε,» λέει καὶ ξανακλείνει νευριασμένη τὴν πόρτα τοῦ φούρνου.

Σιγόψηνόμουνα ποὺ λέτε μέσ’ τὸ σκοτάδι χωρὶς ἐλπίδα σωτηρίας καὶ τὸ ’χα πάρει ἀπόφαση ὅτι θὰ εἶμαι τὸ χριστογεννιάτικο γεῦμα αὐτῆς τῆς εὐσεβοῦς οἰκογένειας ὅταν.., ντριίν! ἀκούω τὸ κουδούνι τῆς πόρτας καὶ τὴ φωνὴ τῆς Μαρίας θυμωμένη:
«Ποῦ ἔχετε τὸν Λάρρυ μου; Ἐσεῖς μοῦ τὸν πήρατε!» κι ἔρχεται, κι ἀνοίγει τὴν πόρτα τοῦ φούρνου καὶ βλέπω τὴν Μαρία μου μὲ πολλὴ χαρά. Δὲν μπορῶ νὰ σᾶς περιγράψω πόση!
Μὲ βουτᾶ ἀπ’ τὶς φτεροῦγες καὶ μὲ βγάζει ἀπ’ τὸν φοῦρνο ὅπου ψηνόμουνα, καὶ πᾶμε σπίτι μας.

«Σ’ ἔσωσα Λάρρυ μου,» λέει καὶ μ’ ἀγκαλιάζει· »ἐγὼ φταίω. Ἄλλη φορά δὲν θὰ σ’ ἀφήσω νὰ πᾶς μόνος σου στὸ super, γιατὶ θὰ σὲ φᾶνε καημενούλη μου. Τώρα ὅλα πέρασαν. Καλὰ Χριστούγεννα, Λάρρυ μου.» Καὶ φιλιόμαστε.

Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2017

Χριστούγεννα 2017


...παραμονή Χριστουγέννων 2017· έφυγε κι ο τελευταίος πελάτης, μέτρησα τα χρήματα, σκούπισα, έκλεισα τα φώτα και κάθομαι στο σκοτάδι καπνίζοντας· χιονίζει· κοιτάζω έξω τις πυκνές νιφάδες στο φως τού φανοστάτη· οι προβολείς τών αυτοκινήτων που στρίβουν, σαρώνουν τους τοίχους τού μαγαζιού· οι εύπλαστες σκιές γλιστρούν στους τοίχους λαμβάνοντας το σχήμα τών αντικειμένων που συναντούν χωρίς την παραμικρή αντίσταση· περιμένω την Pollyanna να έρθει από την τελευταία παραγγελία· θα την πληρώσω και μετά θα πάω σπίτι να κοιμηθώ· φέρνοντας το τσιγάρο στα χείλη, «νάτο πάλι!» ‘βλέπω’ μέσα από τα μάτια αυτής τής γυναίκας: τα χέρια της που ανάβουν τα κεριά ενός εορταστικού τραπεζιού στρωμένου με ακριβά σερβίτσια... πριν από μερικούς μήνες άρχισε να μου συμβαίνει κάτι ανεξήγητο· κάτι σαν παραίσθηση· σαν ένας αόρατος δίαυλος –μια οπτική ίνα– να συνδέει τα μάτια της με τα δικά μου κι απροειδοποίητα μου μεταδίδει αποκομμένες σκηνές απ’ τη ζωή της· δεν την γνωρίζω· δεν έχω δει ποτέ το πρόσωπό της· βλέπω μόνο ό,τι βλέπει· είναι δολοφόνος· τις νύχτες γνωρίζει άντρες, τους προσκαλεί σπίτι της, κάνει έρωτα μαζί τους και τους ευνουχίζει· ποια είναι; γιατί τους φονεύει; η παράξενη εμπειρία δεν διαρκεί περισσότερο από μερικά δευτερόλεπτα κάθε φορά, και σταματά αναπάντεχα όπως αρχίζει· ντριίγκ! ανοίγει η πόρτα τού μαγαζιού και μπαίνει η Pollyanna· «Soma..? πού είσαι;» με βλέπει· «γιατί κάθεσαι στα σκοτάδια;» η Polly κάνει το delivery· την προσέλαβα πριν ένα χρόνο περίπου· βγάζει το κράνος· κατεβάζει το φερμουάρ τού δερμάτινου μπουφάν· είναι λεπτή, ψηλή, ευλύγιστη με μακριά ξανθά μαλλιά, γαλάζια μάτια κι ένα σαγηνευτικό, ακαταμάχητο χαμόγελο σαν υπερβόρεια νεράιδα· σπρώχνω προς το μέρος της τα χρήματα του εβδομαδιαίου μισθού της που είναι πάνω στο τραπέζι· «είναι και το δώρο τών Χριστουγέννων μαζί·» «thanks,» τα βάζει στην τσέπη τού blue jean· «Polly..,» «τί·» «έχεις δει ποτέ με τα μάτια κάποιου άλλου;» «τί;!» «...σαν να κρυφοκοιτάζεις, να κατασκοπεύεις τη ζωή κάποιου μέσα από τα μάτια του·» με κοιτάζει απορημένη· «τί πίνεις;» ρωτά ειρωνικά· «ξέχασέ το,» λέω, σηκώνομαι και παίρνω την καπαρντίνα μου· «βιάζεσαι;» λέει πηγαίνοντας προς στο ψυγείο· παίρνει δυο μπύρες, τις ανοίγει και πίνοντας απ’ το ένα μπουκάλι, τείνει το δεύτερο προς το μέρος μου· «Χριστούγεννα, σήμερα· κερνάω εγώ, κράτησέ τα από το μισθό μου·» κατεβάζει την καρέκλα από το τραπέζι, κάθεται· «κάτσε,» λέει· παίρνω μια άλλη και κάθομαι απέναντί της· κοιτάζω το πρόσωπό της που φωτίζεται κι σκιάζεται εναλλάξ, από τους φάρους των αυτοκινήτων που περνούν· «τί κοιτάς;» «τις φευγαλέες διαθέσεις σου· πώς διαδέχονται η μία την άλλη·» «θα περάσεις μόνος τα Χριστούγεννα;» «δεν βλέπω την ώρα να πέσω για ύπνο·» απλώνει το χέρι και πιάνει το δικό μου –τα δάχτυλά της είναι κρύα από το μπουκάλι· «φοβάσαι μήπως αρνηθώ· σε πληγώνει η απόρριψη· γι’ αυτό δεν τολμάς·» «τί εννοείς;» «μην κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις· ξέρω ότι σού αρέσω· κάθε φορά που σου γυρίζω την πλάτη, αισθάνομαι το βλέμμα σου στον κώλο μου·» «Polly, είσαι 27 χρονών κι εγώ έχω σχεδόν τη διπλάσια ηλικία· για σένα είναι απλά ένα πήδημα· για μένα θα είναι ένα οδυνηρό, συναισθηματικό μπλέξιμο·» ενοχλημένη στρέφει απότομα το κεφάλι προς τα έξω· «θε μου, δεν αντέχω αυτή τη θλιμμένη σου έκφραση!» ψάχνω βιαστικά στο μυαλό μου να βρω μια απάντηση-δικαιολογία· «πώς είναι δυνατόν να ’μαστε ευτυχισμένοι όταν ξέρουμε ότι θα πεθάνουμε;» λέω κι αμέσως το μετανιώνω· «άσε τις φιλοσοφικές μαλακίες, Soma· είσαι απλά δειλός· στη θέση σου, άλλοι θα ’χαν εκμεταλλευτεί την ευκαιρία·» τραβά την καρέκλα της και πλησιάζει το πρόσωπό της κοντά στο δικό μου· «ξέρεις γιατί μ’ αρέσεις; γιατί μέσα σ’ αυτόν τον σκληρό, απάνθρωπο, γαμημένο κόσμο που ζούμε, διατηρείς έναν παλιομοδίτικο ρομαντισμό κρύβοντας –χωρίς επιτυχία– την ευαισθησία σου κάτω από ένα προσωπείο κυνισμού κι αδιαφορίας·» με κοιτάζει προκλητικά κι έξαφνα νιώθω να με χουφτώνει κάτω απ’ το τραπέζι· ο λαιμός μου στεγνώνει· σηκώνω το μπουκάλι και πίνω· «σου σηκώνεται, Soma?» ρωτά χαμογελώντας ειρωνικά· «...θα σε τρελάνει το μουνάκι μου αν το γαμήσεις, Soma· θέλεις να μου το γαμήσεις; ε, θέλεις; ...ω, αυτό που πιάνω λέει, ναι· θέλει πολύ· παάρα πολύ!» γελά· σηκώνεται, ξεκουμπώνει και κατεβάζει με οφιοειδείς κινήσεις τής λεκάνης το στενό blue-jean μέχρι τους μηρούς· «πόσο καιρό έχεις να γαμήσεις;» «πολύ·» «γιατί;» «είναι τόσο δύσκολος ο έρωτας στις μέρες μας!» «γλύψε με, ο δρόμος για τον παράδεισο περνά απ’ το μουνί μου,» λέει προτείνοντας τη λεκάνη· αγκαλιάζω την μέση της και κολλώ το μάγουλό μου στη γυμνή, απαλή, ζεστή κοιλιά της· εισπνέω βαθιά απολαμβάνοντας την γυναικεία της μυρωδιά· «ποιο είναι το πρόβλημά σου;» ρωτά ελαφρά εκνευρισμένη· «θα βγω χαμένος αν σ’ ερωτευτώ· το ξέρω, θα υποφέρω,» ψιθυρίζω· «χα-χα-χα!» ξεσπά σ’ ένα αυθόρμητο γέλιο· «να μ’ ερωτευτείς;! ποιος σου ζήτησε να μ’ ερωτευτείς· ένα πήδημα σου ζήτησα· κι εξάλλου είσαι ήδη ερωτευμένος μαζί μου κι υποφέρεις· νομίζεις ότι δεν φαίνεται;» σκύβει ακουμπώντας τους αγκώνες στο τραπέζι προβάλλοντας προς τα πίσω τούς γλουτούς· «έλα, στο κάνω δώρο για τα Χριστούγεννα· μην κάνεις τον δύσκολο· όλους αυτούς τους μήνες αυτό δεν ονειρευόσουν; γιατί περιπλέκεις την κατάσταση; έλα, μόλις χύσεις θα δεις πόσο απλά είναι τα πράγματα·» της τον βάζω· όχι δεν είναι αυτός ο δρόμος για τον παράδεισο· αυτός ο δρόμος οδηγεί κατευθείαν στην καυτή, υγρή, γλυκιά, καταραμένη κόλαση· της φιλώ και της δαγκώνω τον τράχηλο· «άου.., με πονάς!» «συγγνώμη· δεν το ’θελα·» «όχι, όχι· μ’ αρέσει· δάγκωσέ με ξανά· ...έχεις τόση καύλα! πώς συγκρατιόσουν τόσο καιρό;» καθώς πηγαινοέρχομαι μέσα της πιάνει το μπουκάλι, πίνει μια γουλιά και μου το δίνει· το κοιτάζω· «είναι άδειο..,» λέω αμήχανα· «δεν στο ’δωσα να πιεις,» μουρμουρίζει· με το αριστερό της χέρι ανοίγει τραβώντας τον γλουτό της· «...στον κώλο μου, μαλάκα· χωσ’ το μου στον κώλο,» μουγκρίζει μεσ’ απ’ τα δόντια ανυπόμονα· κοιτάζω αναποφάσιστος το μπουκάλι και το αφήνω πάνω στο τραπέζι· μια μεγάλη παρέα μεθυσμένων αντρών και γυναικών περνά απ’ έξω τραγουδώντας εντελώς παράφωνα, «Silent Night/ Holy Night/ All is calm/ All is bright..,» γελώντας και ξεφωνίζοντας· αν κάποιος πλησιάσει και κοιτάξει μέσα θα μας δει· «τη λέξη, ...πες τη μου,» ψιθυρίζει λαχανιασμένη· «ποια λέξη;» «ξέρεις· αυτή που θέλεις να μου πεις τόσο καιρό αλλά φοβάσαι και ντρέπεσαι να την πεις· θέλω να την ακούσω·» «δεν μπορώ·» επιτακτικά: «πες τη μου!» «δεν μπορώ·» περνά το δεξί της χέρι κάτω απ’ τα σκέλη της και μου σφίγγει τους όρχεις· «πες τη, μαλάκα!» «με πονάς!» «πες τη γαμημένη λέξη αλλιώς θα στα σπάσω τ’ αρχίδια! πες τη μου να χύσω·» ακούω κάτι σαν αναφιλητό· «Polly.., κλαις;!» ικετεύει: «πες τη μου σε παρακαλώ· δεν μπορώ να τελειώσω αν δεν την ακούσω, δεν μπορώ·» «αγάπη μου,» μουρμουρίζω μεσ’ απ’ τα δόντια· «δυνατά!» «σ’ αγαπώ, Polly· σ’ αγαπώ..!» το κορμί της συνταράσσεται από δυνατούς σπασμούς, σπαρταρά πάνω στο τραπέζι· ο οργασμός της με παρασύρει στις δίνες του και τελειώνω μαζί της· ξαπλώνω πάνω της αγκαλιάζοντας την και φιλώντας τρυφερά την πλάτη της· «πόσο γρήγορα χτυπά η καρδιά σου,» και προσθέτει: «...με τρομάζει·» «είσαι ο Αγιο-Βασίλης μου,» ψιθυρίζω στ’ αυτί της· «...μου πρόσφερες το σώμα σου· ήταν το καλύτερο χριστουγεννιάτικο δώρο που μου έκαναν ποτέ· σ’ ευχαριστώ·» «μου αρέσεις Soma· όταν είδα απ’ έξω την αγγελία που έγραφε ότι ζητούσες υπάλληλο, έσκυψα, σε είδα απ’ το τζάμι και είπα μέσα μου, ‘μμ, καλός φαίνεται αυτός·’» «μπαίνοντας στο μαγαζί για να ζητήσεις δουλειά αισθάνθηκα ότι έμπαινες στη ζωή μου· επί ένα χρόνο αντιστεκόμουν ν’ αποφύγω το μοιραίο που συνέβη απόψε·» τιιίτ- τιιίτ- τιιίτ.., το κινητό μου· «με συγχωρείς,» λέω κι αποχωρίζομαι απ’ το σώμα της· «ναι..;» «Madman εδώ· έχεις κεμπάπ-back up? ο Little John πεινάει-high και θέλει να φάει-καλάι· πιάσε και δυο πίτσες-πιπίτσες με νάνι-νάνι-μανιτάρι απ’ τον Άρη· γράψε και μια καραμπινάτη καρα-καρμπονάρα αλά Τσε Γκεβάρα· και πού ’σαι: φέρε και μπόλικες μπόρες-μπύρες-μπήκες;» «εντάξει εντάξει,» λέω βιαστικά και κλικ! κλείνω το τηλέφωνο· ο Madman μιλά σ’ αυτή την προσωπική, γελοία διάλεκτο είτε από βλακεία, είτε από ηλιθιότητα, είτε κι απ’ τα δύο· «ποιος ήταν;» ρωτά η Polly κουμπώνοντας το blue jean της· «ο παρανοϊκός· πείνασε και θέλει να φάει πάλι· θα του πάω εγώ την παραγγελία· μείνε μαζί μου σε παρακαλώ απόψε· δεν σε χόρτασα· ανέβα πάνω στο δωματιάκι και ξάπλωσε· θα επιστρέψω αμέσως·»
.................................................................................................................
 ...ιππεύοντας τη μοτοσυκλέτα τρέχω μ’ ανοιχτό το στόμα χάφτοντας σκοτάδι και νιφάδες ενώ το μούγκρισμα της μηχανής διαδίδει στην πόλη τον άγριο έρωτά μου· διασταυρώνομαι με αγροτικά ημιφορτηγά εξοπλισμένα με πολυβόλα και φορτωμένα συμμορίτες πού πυροβολούν στον αέρα κατευθυνόμενοι ανατολικά όπου ακούγονται εκρήξεις· φθάνω, μπαίνω χαρούμενος στο εστιατόριο και βλέπω πάνω στο τραπέζι ένα σημείωμα και μερικά νομίσματα· το παίρνω ανήσυχος και με κομμένη ανάσα διαβάζω: ‘ό,τι έγινε, έγινε· ξέχασέ το· τα χρήματα είναι για τις μπύρες· κερνάω εγώ!’ υπογραφή, ‘ο Αγιο-Βασίλης σου·’ «Poly!» καμιά απάντηση· έφυγε· «γιατί; μετάνιωσε; μήπως έκανα κάποιο λάθος; μήπως είπα κάτι που δεν της άρεσε;» δεν καταλαβαίνω· πληκτρολογώ βιαστικά τον αριθμό της: τούουτ.., τούουτ.., τούουτ.., δεν απαντά· αναστατωμένος βγαίνω αφήνοντας ανοιχτή την πόρτα, καβαλώ τη μοτοσυκλέτα· δεν μένει μακριά· φθάνω, χτυπώ την πόρτα, περιμένω, ανυπομονώ, ξαναχτυπώ· ανοίγει κρατώντας ένα μωρό στην αγκαλιά της που κλαίει υστερικά! «τί θέλεις;» ρωτά ψυχρά· χάνω τα λόγια μου· «δικό σου είναι;» ρωτώ δείχνοντας με το βλέμμα το παιδί· ρίχνει μια ματιά πίσω της στο διάδρομο και ψιθυρίζει σε αυστηρό τόνο: «τίποτε δεν έγινε μεταξύ μας, Soma· όλα τα φαντάστηκες·» «τα φαντάστηκα;!» από μέσα ακούγεται μια βαριά αντρική φωνή: «ποιος είναι, Polly«τ’ αφεντικό μου·» «και τί θέλει τέτοια ώρα;» «λέει ότι δεν με χρειάζεται άλλο και να μην ξαναπάω για δουλειά στο μαγαζί του·» «πες του να πάει να γαμηθεί·» «δεν μου είπες ότι είσαι παντρεμένη με παιδί·» της λέω· εκνευρίζεται: «γιατί έπρεπε να στο πω; μου δημιουργείς πρόβλημα· δεν το βλέπεις; φύγε!» το παιδί στριγγλίζει σαν δαιμονισμένο· «σστ, σστ,» το κουνά νευρικά πάνω-κάτω στην αγκαλιά της, καταλαβαίνω ότι δεν έχω πια καμιά δουλειά εκεί –όλα τέλειωσαν απότομα κι απρόβλεπτα· «έχεις δίκιο,» λέω· ανεβαίνω στη μοτοσυκλέτα, ανάβω τη μηχανή, αλλά δεν φεύγω ακόμα· είμαι στραμμένος ίσα μπροστά, κοιτάζοντας το ίδιο μου το βλέμμα, λέγοντας άχρωμα: «δεν πρόκειται να σ’ ενοχλήσω ξανά, μην ανησυχείς· αυτό που έγινε, το ξέχασα ήδη· δεν είμαι θυμωμένος μαζί σου· αν θέλεις μπορείς να συνεχίζεις να εργάζεσαι στο μαγαζί μου· δεν σε απέλυσα·» την κοιτάζω, «καλά Χριστούγεννα, Polly,» αφήνω το ντεμπραγιάζ και φεύγω ακολουθώντας το νεκρό μου βλέμμα· νιώθω σαν να σέρνω πίσω μου ένα τεράστιο τσουβάλι γεμάτο μ’ όλη τη θλίψη τού πλανήτη· «αντίο Polly,» ψιθυρίζω· νιφάδες μπαίνουν στα μάτια μου αλλά δεν τα κλείνω· τις αφήνω να λιώνουν και ν’ αναμιγνύονται με τα δάκρυά μου· διασταυρώνομαι με μια διμοιρία ενόπλων ντυμένων στα μαύρα που κατευθύνεται τροχάδην ανατολικά απ’ όπου ακούγονται κανονιοβολισμοί· ξαφνικά φαίνεται μια μεγάλη λάμψη κι ακούγεται μια δυνατή έκρηξη από την Tower Bridge· ‘την ανατίναξαν;!’ φθάνω στο σπίτι συντετριμμένος· πέφτω με τα ρούχα στο κρεβάτι, ανάβω τσιγάρο, καπνίζω στο σκοτάδι· τίποτε δεν μ’ ενδιαφέρει· θέλω να πέσω σ’ ένα βαθύ κι ανόνειρο ύπνο· να μην αισθάνομαι, να μην σκέφτομαι τίποτε· κι ενώ βυθίζομαι βαρύς σαν πέτρα σ’ έναν κατάμαυρο ωκεανό λήθης, «α!» –η καύτρα μού καίει τα δάχτυλα, σβήνω το τσιγάρο στο πάτωμα, βάζω το ξυπνητήρι· κάτω στο δρόμο πυροβολισμοί και κραυγές: «θάνατος στους άπιστους –τους αμετάπειστους, ασάπιστους!» γυρίζω στο άλλο πλευρό και καθώς ο ύπνος με παίρνει, οι κραυγές τών ηλιθίων σιγά-σιγά σβήνουν.





Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2017

Γκαζόν στίς Παλάμες


Βρίσκω στὴν ἄμμο ἕνα γυμνὸ κορίτσι ποὺ κοιμᾶται
Ἁπλώνω τὸ χέρι νὰ τὸ ξυπνήσω,
καὶ ἄ! μένω κατάπληκτος
Στὶς παλάμες μου φυτρώνει γκαζόν…

Ἕνα μικρὸ νέφος βρέχει κατευθεῖαν στὰ μάτια μου
Μικροσκοπικοὶ ἄνθρωποι ἐξέρχονται ἀπὸ τοὺς πόρους μου
Ἕνας μαῦρος αἰχμηρὸς γρανίτης ἐξέχει ἀντὶ γιὰ κεφάλι
Ξυπνᾶ
«Στὸ σῶμα σου φυτρώνει ὁ κόσμος,» λέει γελῶντας
«Στὸ σῶμα μου εἶναι θαμμένοι,
ὅλοι οἱ νεκροὶ τοῦ κόσμου,» μονολογῶ περίλυπος.

Νύχτα στὴν παραλία
Λικνίζεται στοὺς ἤχους μιᾶς λαϊκῆς ὀρχήστρας
Μὲ τὰ μάτια κλειστά, μὲ τὰ χέρια ὑψωμένα,
ἀναδεύει τοὺς ἔναστρους οὐρανούς,
δημιουργεῖ καὶ καταστρέφει γαλαξίες.

Τρίτη 19 Δεκεμβρίου 2017

Ἡ Παναγία Ἔπρεπε νά Εἶχε Κάνει Κορίτσι


Ὁ οὐρανὸς ἀντανακλᾶ ἀνάποδα τὴν πόλη
Τρελὴ ἡ Παναγία σαλαγεῖ τὰ φεγγάρια της
Ἀπ’ τὶς τρύπες π’ ἀφήνουν τὰ πέλματά της στὴν ἄσφαλτο,
εἰσδύει ἀπόκοσμο φῶς.
«Θέλω μιὰ κόρη ἀπὸ σένα,» μοῦ λέει
Γαμιόμαστε στὰ ὄρθια σὲ μιὰν οἰκοδομὴ
Μέσα στὴ διάφανη κοιλιά της,
ἥλιοι κι ἀστέρες περιφέρονται.

Στοὺς δρόμους ξεσπᾶ ἡ ἐπανάσταση:
Τὰ στήθη τῶν γυναικῶν διαρρηγνύονται,
κι ὁρμητικοὶ κρουνοὶ γάλακτος ἀναβρύζουν
Σώματα τρέχουν ἐδῶ κι ἐκεῖ
Τὸ ἕνα πόδι εἶναι παρελθὸν τὸ ἄλλο μέλλον
Τὸ μεταξύ τους χάσμα μεγαλώνει
Τὸ παρελθόν γίνεται μέλλον, τὸ μέλλον παρελθόν. 

Ὅ,τι βλέπομε δὲν ὑπάρχει
Κι αὐτὸ ποὺ ὑπάρχει δὲν τὸ βλέπομε
Μὲ πλάθει ὁ Θεὸς καὶ γαργαλιέμαι.

Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017

Ὁ Ἀμφιτρύων


Βρίσκομαι σ’ ἕνα ἑορταστικὸ δεῖπνο
Τὰ φαγητὰ εἶναι σερβιρισμένα
Ὅμως κανεὶς δὲν τ’ ἀγγίζει.

«Νεώτερα;»
«Οὐδὲν»
«Ἀναμένομεν;»
«Ἀναμένομεν»
«Τί;»
«Ἀγνοῶ.»

Οἱ μέρες περνοῦν
Ἕνας μετὰ τὸν ἄλλον οἱ συνδαιτημόνες καταρρέουν
Ἀναζητοῦν ψιχία στὸ δάπεδο
Λιμοκτονοῦν.

Πέφτω σὲ ἀφασία
Μπροστά μου στέκει αὐτὸς ποὺ περιμέναμε
Ἦταν ἀπ’ τὴν ἀρχὴ ἐδῶ
Ὁ ἀμφιτρύων ἦταν, ὁ οἰκοδεσπότης.

Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2017

Ἄνθρωποι ἀπό Ὀμίχλη


                 Εἶμαι ἡ ὀμίχλη ποὺ πλανᾶται τὶς νύχτες
Μέσα μου σχηματίζονται φαντάσματα,
ψίθυροι,
μιὰ ὄμορφη γυναίκα ποὺ κοιμᾶται γυμνὴ.

Φουούπ! μεταμορφώνομαι σὲ κοστούμι μὲ ἄνδρα
Στέκω ἀπὸ πάνω της,
ἀνάβω τσιγάρο, τὴν παρατηρῶ
Ῥοὲς ὀνείρων παρασύρουν τὰ μακριὰ μαλλιά της
Ἀνασηκώνεται ἔντρομη, «τί εἴμαστε;» ῥωτᾶ
Ἐκπνέω τόν καπνὸ χαμογελῶντας
Ἀντιλαμβάνεται
Μιὰ αἰφνίδια αἱμάτινη λάμψη,
–ἕνας κεραυνὸς ἀπὸ φλέβες ἀστράφτει ἐντός της
«Καπνός, φαντάσματα εἴμαστε!» ἀναφωνεῖ έντρομη.

Ξημερώνει, γίνομαι πάλι νέφος
Ἁπλώνει τὸ χέρι καὶ μοῦ ἀποσπᾶ ἕνα κομμάτι
Γελῶντας τὸ στύβει στὸ πρόσωπό της.

Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2017

Ἀνία, τό Αἴσθημα τῆς Ἀνυπαρξίας (κι ἡ Πηνελόπη ἀπό ἀνία ἔπλεκε)


Πλήττω γιατὶ δὲν ὑπάρχω
Γεννήθηκα ἀπὸ ἕνα χασμουρητὸ
Πεθαίνω,
καταπίνοντας τὸν κόσμο μ’ ἕνα μεγαλύτερο.

Διασχίζω μιὰν ἔρημο
Τὸ Τίποτε ὑψώνεται τεράστιο, σκωριασμένο
Τμήματα τοῦ σώματός μου,
ἐξαφανίζονται κι ἐμφανίζονται σπασμωδικῶς
Τὰ δάκτυλα τῶν χεριῶν μου ξεφυσοῦν ἀτμοὺς
Γιὰ κεφάλι ἔχω μιὰ πυργωτὴ φωλιὰ τερμιτῶν
Πυκτὰ αἵματα χύνονται στὸ ζενὶθ τ’ οὐρανοῦ,
βάφοντας πορφυρὸ τὸ θόλο.

Ὁ κόσμος εἶναι σύννεφο
Τὸ σῶμα καὶ οἱ σκέψεις μου, μορφές του
Θεέ μου
Πόσο βαρετὸς γίνεσαι γιὰ νὰ σὲ ἀποφεύγουμε!

Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2017

Ἐνέδρα





Τὶς νύχτες δὲν κοιμοῦμαι
Παραφυλῶ τὰ ἔπιπλα τοῦ δωματίου μου
Ἐνεδρεύω ‘αὐτὸ’ ποὺ δίνει,
‘αὐτὸ’ ποὺ παίρνει τὶς μορφές τους.

Ἐμφανίζεται τότε ἡ μάνα μου
«Ξύπνα» λέει, »ἄργησες πάλι»
Δυσφορῶ
Ἡ ἐργασία μου εἶναι ἀνιαρὴ
Ὁ προϊστάμενος αὐστηρός.

Στὴν πραγματικότητα,
‘αὐτὸ’ παίρνει ὅποια μορφὴ φαντάζομαι
Χρόνια ἀσάλευτος στὸ σκοτάδι,
ἐμποτίζω στὸ σάλιο τὶς λέξεις μου
Πλάθω τὸ σῶμα μου,
τὴ μάνα μου,
τὸν αὐστηρὸ προϊστάμενο.

Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2017

Ὁ Κόσμος Εἶναι μιά Διαταραχή τοῦ Μυαλοῦ



Μέσα στὸ θόλο τ’ οὐρανοῦ, εἴμαστ’ οἱ σκέψεις του.

Περιφερόμαστε κρατῶντας κάτι χρυσὰ κλουβιὰ
Μέσα ἔχουμε τὰ γεννητικά μας ὄργανα
«Ὡραῖο τὸ μουνάκι σας, κυρία»
«Κι ὁ ποῦτσος σας, κύριε
»νὰ τὰ βάλωμεν νὰ παίξουν μαζί;»

Ὁ Χριστὸς ἀπ’ τὰ σύννεφα πυροβολεῖ τραπεζίτες
Ἄγγελοι ἀπὸ ὑδροκυάνιο,
πιάνουν τὶς ἀστραπὲς καὶ προσγειώνονται
Μιὰ διαπεραστικὴ κραυγή,
ἀποκεφαλίζει τὸν πρωθυπουργὸ
Ἀπ’ τὸν κῶλο του πετάγεται ἕνας ἔντρομος νάνος.

«Τί σοῦ συμβαίνει ἀπόψε, ἀγάπη μου;
Σὲ κάθε βῆμα σου,
ἕνα κορμὶ καινούργιο βγαίνει ἀπ’ τὸ παλιὸ»
«Εἶμ’ ἕνας ποταμὸς
Δύο στιγμὲς δὲν ζῶ στὸ ἴδιο σῶμα.»

ΑΓΓΕΛΟΙ ΚΑΡΦΩΝΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΣΤΗΝ ΑΣΦΑΛΤΟ
Λογοτεχνία για την ανυπακοή

Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2017

Τό Χιόνι τῆς Λήθης





Ξυπνῶ γυμνὸς σ’ ἕνα ἀπέραντο χιονισμένο τοπίο
Μοναχικὰ ἀνέκφραστα πράγματα,
ἀναδύονται μὲ βία στὴν ἐπιφάνεια
Σύντομα τὰ καλύπτει τὸ χιόνι. 
     
Ξεθάβω ἀπεγνωσμένα
Τὰ δάκτυλά μου μελανιάζουν
Ἐπινοῶ μορφὲς
Χρήσεις
Ὀνομασίες
Τί εἶναι τὰ πράγματα;

Συσπειρωμένος στὸ χιόνι,
τρέμοντας,
κτυπῶντας τὰ δόντια μου,
ἀπαγγέλλω πάλι καὶ πάλι,
ἀτέλειωτους ὀνομαστικοὺς καταλόγους,
νὰ μὴν τὰ λησμονήσω.

ΑΓΓΕΛΟΙ ΚΑΡΦΩΝΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΣΤΗΝ ΑΣΦΑΛΤΟ
Ἐγχειρίδιο ἐπιβίωσης