Μισοκοιμᾶμαι στὴν πολυθρόνα
Καίει τὸ τζάκι
Χουρχουρίζει ὁ γάτος
Ἀνεβοκατεβαίνει τὸ πελώριο φυσερὸ τοῦ
σύμπαντος.
Ἔξω στὸ χιόνι τριγυρνᾶ ἕνα ἀπόκοσμο,
Ἀγκαλιάζει τὸ σπίτι
Κοιτάζει ἀπὸ τοὺς φεγγίτες κλαυθμυρίζει
«Εἶμ’ ὁ Θεὸς
Ἄφησέ με νὰ μπῶ νὰ ζεσταθῶ»
Παραγεμισμένο μὲ χιλιάδες χνοώδεις ψυχές,
πλανᾶται αἰώνια,
χωρὶς ζωή,
χωρὶς θάνατο
Ὁ γάτος,
ὁ Θεός,
ἐγὼ στὴν πολυθρόνα,
ὅλοι στροβιλιζόμαστε,
σ’ ἕνα μεθυστικὸ βὰλς στὸ ἀστρικὸ διάστημα.