Σάββατο 17 Μαρτίου 2012

Ὑψικάμινοι στήν Ἀκτή




Ζῶ σὲ μιὰ τσιμεντένια καμινάδα
Μέσα εἶν’ ἕνα ἰλιγγιῶδες κλιμακοστάσιο
Σκουριασμένες στενὲς σκάλες,
ἀνελίσσονται,
συμπλέκονται,
διακλαδίζονται,
ὁδηγῶντας πολλὲς στὸ κενό,
καταρρέοντας συχνὰ μὲ ἐκκωφαντικὸ θόρυβο.
Τὸ δέρμα μου εἶναι τραχὺ
Περγαμηνῶδες
Τὰ μάτια διεσταλμένα, οἱ κινήσεις τρομώδεις
Ἀναρριχῶμαι ἐπὶ μῆνες
Πλᾶσμα λευκὸ τῆς ἀβύσσου,
ἐξαντλημένο,
τρομαγμένο,
γκρεμίζομαι
Τυφλωμένο προσπαθῶ πάλι καὶ πάλι.
Μιὰ νύχτα φθάνω στὸ κυκλικὸ ἄνοιγμα
Βλέπω ἐπιτέλους τ’ ἄστρα
Ἀφουγκράζομαι τὸν ῥόγχο τῆς θάλασσας
Παντοῦ τὴν ἀπέραντη ἀκτή,
ὑψώνονται μυριάδες ὑψικάμινοι
Στὴν καρυφή τους προβάλλουν,

κεφάλια μοναχικῶν ἀνθρώπων.