Αυτὲς εἶναι οἱ τελευταῖες ὧρες τοῦ κόσμου
Ἀλλόφρων, μὲ τὸ τηλέφωνο στ’ αὐτί,
σ’ ἀναζητῶ στὸ ἐρειπωμένο Λονδίνο
Δὲν σ’ ἀκούω· –ἐκκωφαντικὴ βοὴ στοὺς δρόμους
Σώματα μὲ πυργοειδεῖς λαιμούς,
ἐξαπολύουν σίφωνες μαύρου πυκνοῦ καπνοῦ
Στὸν οὐρανὸ ἀστραπιαῖες ἀντανακλάσεις
–τῶν γλουτῶν τῶν ματιῶν,
τοῦ στήθους σου.
Σὲ βρίσκω ἐπὶ τέλους σὲ μιὰ παλιὰ σχολικὴ αἴθουσα
Τὸ σῶμα σου εἶναι δεκάξι ἐτῶν ἀπὸ ῥητίνη
Ἀνοίγεις πρὸς τὰ ἔξω τὸν θόλο τοῦ μαστοῦ
μοῦ δείχνεις τὴν παλλόμενη καρδιά σου
«Θέλω πούτσα» ψιθυρίζεις· »ὅπως δήποτε»
Μὲ φιλᾶς καὶ ῥετσίνι
κέδρου μὲ περιχύνει.
Εἶναι νεκρὸς ὁ κόσμος τώρα
Μέσ’ τὸ κεχριμπαρένιο σου κορμί,
ἔγκλειστο ἔντομο μ’ ἔχεις· –βαλσαμωμένη μνήμη.