Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010

Αἴθουσα Ἀναμονῆς


Βρίσκομαι σὲ μιὰν αἴθουσα ἀναμονῆς
Ἀπὸ τὰ μεγάλα παράθυρα φαίνεται ἡ τρικυμισμένη θάλασσα
Ἔχει ἐκδοθεῖ ἀπαγορευτικὸ ἀπόπλου
Ὁ ἔξοδος στὴν ἀνοικτὴ θάλασσα διαρκῶς ἀναβάλλεται.

Ρωτῶ τί ὥρα εἶναι
Ἔκπληκτοι οἱ ταξιδιῶτες διαπιστώνουν,
ὅτι ἀπὸ τὰ ρολόγια τους λείπουν οἱ δεῖκτες
Ἀναστατώνονται
Καθένας εἰκάζει
Πιθανολογεῖ           
Εἶναι τῆς γνώμης.

Σηκώνονται κι ἀρχίζουν νὰ βηματίζουν τεθλασμένα
Ἑπτὰ παρελαύνουν
Ἕνας ἐκτελεῖ βῆμα σημειωτόν.
Ἐξαντλημένοι κάθονται ἐπιτέλους στοὺς καναπέδες
Ἀναπολοῦν γεγονότα ποὺ δὲν συνέβησαν,
ἔχουν ἀπαντήσεις,
σὲ ἀνύπαρκτα ἐρωτήματα
Κάποιος θρηνολογεῖ,
σὲ μιὰ γλῶσσα νεκρὴ μὲ ἀλλοιωμένη φωνή.

Περνοῦν μέρες, αἰῶνες –δὲν ξέρω
Ἡ θάλασσα πλησιάζει
Καθὼς τρίβω τὸν δείκτη μὲ τὸν ἀντίχειρα,
ἕνας μικρὸς κῶνος ἄμμου,
σχηματίζεται πάνω στὸ μάρμαρο τοῦ τραπεζιοῦ
Ἡ θάλασσα τότε πλημμυρίζει τὴν αἴθουσα καὶ μᾶς πνίγει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου