Εἴμαστε γυμνοὶ καὶ στριμωγμένοι,
μέσα σὲ μιὰ σωσίβια λέμβο
Λεπτότατες ἶνες ἀπ’ τὰ
μάτια μᾶς ἕλκουν στὸ ἄγνωστο.
Στέκω πίσω ἀπὸ μιὰ μικρὴ Ἀφρικανὴ
Στὶς παλάμες της φυτρώνουν δύο κυπαρισσάκια
Ἀνάμεσα στοὺς γλουτούς της εἶναι σφηνωμένο τὸ πέος μου
«Βάλ’τον μου,» μουρμουρίζει
Τὴν γαμῶ μὲ ἀνεπαίσθητες
κινήσεις τῆς λεκάνης.
Ἀποβιβαζόμεθα σὲ μιὰ ζοφερὴ πόλη
Κατὰ μῆκος τῶν λεωφόρων λαμπαδιάζουν τραπεζίτες
Ἄνθρωποι μὲ μακριὲς λόγχες ξεκοιλιάζουν τὰ νέφη,
καὶ πίνουν ἄπληστα τὸ αἷμα ποὺ ῥέει
«Στὴν κόλαση ἤρθαμε!» μουρμουρίζει
τὸ κορίτσι μου.
Βοὺπ-βούπ! ὁ οὐρανὸς μᾶς τραβᾶ ἐπάνω,
καὶ μᾶς βάζει γιὰ ὕπνο στὶς αἰθέριες φωλιές του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου