Τὸ πλῆθος στὴν πλατεῖα ὀργισμένο
Ἐμεῖς πάλι,
λαχανιάζουμε ἀπὸ πόθο μέσα στ’ ἀντίσκηνο
«Θὰ σ’ ἀγαπῶ γιὰ πάντα» τῆς λέω, »ἐσύ;»
Γελᾶ
«Μόνο γιὰ ὅσο διαρκέσει,
ἡ μυρωδιὰ τοῦ σπέρματός
σου στὸ μουνί μου.»
Ἀπ’ τὰ παράθυρα τῆς Βουλῆς,
ἐκτινάσσονται φλεγόμενοι πολιτευτὲς
Τὴν ἀναζητῶ παντοῦ καὶ ξαφνικὰ τὴν βλέπω
Γυμνή, ὄρθια πάνω σ’ ἕνα νέφος κατουρεῖ τὰ ΜΑΤ
Στὴ ματωμένη παλάμη της σφίγγει,
τὰ κομμένα ὄργανα κάποιου τραπεζίτου
Κάτω ἀπ’ τὴ μασχάλη της ἔχει ἕναν κόκορα.
Τὸ λάλημα τοῦ ἀλέκτορος σχίζει τὴ νύκτα
Ἀπ’ τὸ ἐκθαμβωτικὸ ἄνοιγμα,
βάζει ὁ Θάνατος τὸ χέρι του καὶ παίρνει ἀνθρώπους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου