Διασχίζω μιὰ πλατεία μὲ περιστέρια
Βλέπω μιὰ νεκροφόρο
Φίλους καὶ συγγενεῖς νὰ πενθοῦν
«Ποιὸς πέθανε;» ῥωτῶ
«Ἐσύ»
«Ἐγώ;!»
«Ἦταν γραφτό σου»
Ἆρον ἆρον μὲ βάζουν ἐπικεφαλῆς καὶ ἡ κηδεία μου ξεκινᾶ.
Εἶμ’ ἕνα ὄνειρο ποὺ παρασύρει ὁ ἄνεμος
Αἴφνης ἀντιλαμβάνομαι,
ὅτι ‘γραφτό μου’ εἶναι τὸ
ποίημα τοῦτο.
Τὰ μάγια τοῦ μυαλοῦ μου λύνονται
Ξεσπῶ σὲ γέλια
Φρρρ! πετοῦν μακριὰ τρομαγμένες οἱ λέξεις,
ἀφήνοντας τὴ σελίδα κατάλευκη.
ΔΕΚΑ
ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΚΛΩΤΣΙΕΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΙΑ ΤΗΣ ΣΑΠΙΑΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
σήμερα με μπέρδεψες... Δεν μπορώ να μεταφράσω τα σύμβολά σου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠροσπάθησα να πω ότι ο εαυτός μου δεν είναι το σώμα. Ο εαυτός μου είναι μια ανεξερεύνητη άβυσσος, που το σώμα είναι αδύνατον να γνωρίσει. Αυτό προκαλεί τρόμο στο σώμα. Αν όμως το σώμα συμφιλιωθεί μαζί μου τότε όλα τα θαύματα είναι δυνατά.
ΑπάντησηΔιαγραφή