Σπεύδω ἔντρομος στὰ ἐπείγοντα περιστατικὰ
Τὸ σῶμα μου ἔχει γεμίσει
ἀναρίθμητα μάτια!
Νύκτα στὸν θάλαμο ἑβδομήντα τρία
Στὴ διπλανὴ κλίνη,
χίλια στόματα σ’ ἕνα ἑτοιμοθάνατο σῶμα,
προφητεύουν τὰ μέλλοντα
Ἐμφανίζεται τότε ἡ ὡραία ἰατρὸς
Εἶναι ἕνα βαθυκύανο κομμάτι θάλασσας,
στὸ σχῆμα χυτοῦ, γυναικείου σώματος
Στὰ βάθη της λευκάζουν οἱ σκελετοὶ τῶν ἐραστῶν της
«Τί συμβαίνει στ’ ἀνθρώπινα σώματα;» ῥωτῶ
«Ἀλλάζουν
Εἶναι ἡ ἐποχὴ ποὺ οἱ ἄνθρωποι γίνονται θεοί.»
Τὴν πιέζω νὰ γονατίσῃ στὴ γωνία
Πνίγει μιὰ κραυγὴ ἔκπληξης,
καθὼς τὸ πέος μου εἰσδύει στὸν πρωκτό της.
Τρέχω μὲ μύρια μάτια στὴν καταιγίδα ἀλλόφρων
Στὸν οὐρανὸ ἀστράπτουν,
οἱ κιτρινόμαυρες ἀνταύγειες μιᾶς τίγρης ποὺ ὁρμᾶ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου