Τὸ κορίτσι ποὺ ἀγαπῶ,
ἀλείφει μὲ ἄχνη ὑδραργύρου τὸ αἰδοῖο
της
–ἀπόψε τὴν ἔχει καλέσει κάποιος
τραπεζίτης.
Τυφλὸς ἀπὸ λαγνεία γλείφει τὸ
δηλητήριο
Πεθαίνει μὲ σπασμούς,
με τὸ κεφάλι σφιγμένο στὴ μέγγενη τῶν μηρῶν της.
Τὸ κορίτσι μου εἰσβάλλει στὸ
κοινοβούλιο
Ἀνεβαίνει στὸ βῆμα, πετᾶ τὸ
σουτιὲν
Πρωθυπουργὸς καὶ ὑπουργοὶ
μένουν ἐνεοί· καὶ τότε,
ἀπ’ τὰ
ὡραῖα στήθη δυὸ κάννες τοὺς πολυβολοῦν.
Μπόρα ξεσπᾶ
Μέσα ἀπ’ τὶς σταγόνες ποὺ σκᾶνε
στὸ πεζοδρόμιο,
πετάγονται λιλιπούτειοι ἀστυφύλακες
Πανικόβλητοι τρέχουν νὰ σωθοῦν
Τὸ
κορίτσι μου τοὺς πατᾶ γελῶντας.
Τὸ κορίτσι μου κοιμᾶται στὴν ἀγκαλιά
μου
Αἴφνης, ἐκρήγνυται μὲ μιὰν ἐκτυφλωτικὴ
λάμψη
Ἔκπληκτος κοιτάζω τὸ αἷμα της
στὰ χέρια μου
Τὰ κρούσματα πληθύνονται
Παντοῦ στὴν πόλη ἀνατινάσσονται
σώματα
Κατεδαφίζουν τὸν παλιό, ἑτοιμόρροπο
κόσμο.
Χρυσαυγίτισσα ή ανανήψασα αριστερίστρια η νεαρὰ μοναχή;
ΑπάντησηΔιαγραφή