ἔχει τὸ ἕνα χέρι μέσ’ τὸ ξεκούμπωτο blue jean της
Αὐνανίζεται
«Κι ὁ ποῦτσος σου;» ρωτᾶ· »θὰ μοῦ τὸν δείξῃς ἐπιτέλους;»
Μουγγρίζω
Δὲν ἔχω ἄνοιγμα γιὰ στόμα, δὲν ἔχω χείλη
Εἶμ’ ἄστομος
Χράπ! μ’ ἕνα μαχαίρι σχίζω τὸ πρόσωπό μου
«Ναὰ..!» ἀλαλάζω ψεκάζοντάς την μὲ αἵματα
Ἀντὶ γιὰ γλῶσσα ἔχω ἕνα μακρύ, μαῦρο πέος
Βούπ! φλεγόμενος πηδῶ ἀπ’ τὸ παράθυρο.
Ἅγια νύχτα!
Ἄγγελοι καταδρομεῖς,
στραγγαλίζουν μὲ φωτοστέφανα τραπεζίτες
Τὸ κατάφλεκτο σῶμα μου,
μ’ ἀναζητεῖ στοὺς δρόμους, στὶς πλατεῖες, παντοῦ
Μάταια· ὅπου κι ἄν κοιτάζῃ,
τὰ μάτια του προβάλλουν πάνω μου τὸν κόσμο.
ΑΓΓΕΛΟΙ ΚΑΡΦΩΝΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΣΤΗΝ ΑΣΦΑΛΤΟ
Άγρια λογοτεχνία
ΑΓΓΕΛΟΙ ΚΑΡΦΩΝΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΣΤΗΝ ΑΣΦΑΛΤΟ
Άγρια λογοτεχνία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου