Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

Laila


...πλησιάζοντας στο εστιατόριο βλέπω πλήθος συγκεντρωμένο απ’ έξω, με τις παλάμες σαν παρωπίδες κολλημένες στην τζαμαρία να κοιτάζουν στο εσωτερικό· «τί συμβαίνει;» κατεβαίνω απ’ τη μοτοσυκλέτα ανήσυχος, τους παραμερίζω, μπαίνω στο μαγαζί και βλέπω δυο άραβες με καλάσνικωφ να απειλούν καμιά δεκαριά πελάτες και την Polly που τους έχουν συγκεντρώσει στη γωνία με τα χέρια ψηλά· ο νεώτερος από τους δύο τρομοκράτες μ’ αρπάζει και με σπρώχνει βίαια μαζί με τους υπόλοιπους ομήρους· «τί συμβαίνει;» ρωτώ ψιθυριστά την Polly· «ο θεός είναι μεγάλοος..!» ουρλιάζει στο πρόσωπό μου ο άραβας· «καμιά αντίρρηση,» λέω· βρίζοντας και χτυπώντας μας με τους υποκόπανους τών όπλων τους, μας υποχρεώνουν να ξαπλώσουμε πρηνηδόν στο πάτωμα με τα χέρια στο κεφάλι· ο ένας από τους άραβες είναι ηλικιωμένος, 60 περίπου χρονών με αραιά, λευκά γένια· ο δεύτερος, είναι νεαρός 20-25 περίπου χρονών· μαζί τους είναι και μια κοντή γυναίκα με μπούργκα η οποία έρχεται και κάθεται οκλαδόν ανάμεσά μας· ένα κινητό χτυπά· ο ηλικιωμένος άραβας βγάζει τη συσκευή από την τσέπη του· κοιτάζει ποιός τηλεφωνεί και τη φέρνει στ’ αυτί του· μια διαπεραστική φωνή εξέρχεται απ’ τη συσκευή: «τα παιδιά μου κακούργεε..! θα μου σκοτώσεις τα παιδιαά..!» ο ηλικιωμένος: «τα παιδιά είναι ευλογημένα, γυναίκα· θα σωθούν· θα πάνε κοντά στο θεό·» «είσαι τρελός, άντρα! μου πήρες τα παιδιά μου και τα ξεμυάλισες!» «γυναίκα, το τέλος τού κόσμου έφθασε· είναι μπροστά στα μάτια σου και δεν το βλέπεις· ο θεός μού είπε: ‘Abasi, θύμωσα με τους ανθρώπους γιατί λησμόνησαν τον αληθινό θεό και ζουν μέσα στην ακολασία· γι’ αυτό αποφάσισα να καταστρέψω τον κόσμο· εσύ όμως Abasi, είσαι ευσεβής άνθρωπος κι ακολουθείς τις εντολές μου γι’ αυτό θα σε σώσω· ελάτε να μείνετε κοντά μου εδώ, στον οίκο τού θεού·’ ας γίνει το θέλημα του θεού, γυναίκα·» «εσύ πήγαινε όπου θες! τα παιδιά μου όμως άφησέ τα μου εδώ· είναι δικά μου·» «γυναίκα, βλασφημείς κι ο θεός σ’ ακούει και θυμώνει·» ο νεαρός αρπάζει απότομα τη συσκευή απ’ το χέρι τού πατέρα του και φωνάζει: «άπιστη μάνα! ο σατανάς μιλά απ’ το στόμα σου·» «μην ακούς τον πατέρα σου παιδάκι μου· ο θεός είναι καλός. δεν θέλει να πεθάνετε·» «είμαστε μάρτυρες εμείς, μάνα· εμείς θα πάμε στον παράδεισο κι εσύ στις αιώνιες φλόγες τής κόλασης·» «αχ παιδάκι μου, τρελάθηκες, τρελάθηκες.., σου πήρε τα μυαλά αυτός· δώσε μου τη Laila·» η απελπισμένη γυναίκα κλαίγοντας γοερά τον εκλιπαρεί: «...αφήστε μου τη Laila· αφήστε μου τουλάχιστον τη Laila μου!» έξω φρενών ο νεαρός πετά μ’ όλη του τη δύναμη το κινητό στον τοίχο και το διαλύει· ρίχνω ένα φοβισμένο βλέμμα στη γυναίκα με τη μπούργκα· «είναι βομβιστής αυτοκτονίας,» ψιθυρίζω με τρόμο στην Polly που είναι ξαπλωμένη δίπλα μου· «τί μαλάκες!» λέει και κάνει να σηκωθεί· «κάτσε κάτω,» την συγκρατώ απ’ το χέρι· «δεν αντέχω τόση μαλακία, Soma· δεν την αντέχω·» «είναι φανατισμένοι· θα σε σκοτώσουν·» «άσε με,» λέει και σηκώνεται αποφασισμένη: «άκου φίλε,» λέει στον νεαρό άραβα: «δεν με νοιάζει να πας στον παράδεισό σου· πήγαινε όπου θες· κανείς δεν σ’ εμποδίζει· αλλά γιατί δεν παίρνεις την αδερφή σου και τον πατέρα σου να πάτε απέναντι στο πάρκο κι εκεί ν’ ανατιναχτείτε, να σκοτωθείτε, να πα’ να γαμηθείτε να κάνετε ό,τι θέλετε και να μας αφήσετε εμάς στην ησυχία μας; εμείς δεν θέλουμε να πάμε στον παράδεισό σας· θέλουμε να μείνουμε εδώ, στη γη·» τα λόγια της την ερεθίζουν κι άλλο· η οργή της την εξοργίζει περισσότερο· την τραβώ απ’ το χέρι, «παράτα με κι εσύ!» χτυπώντας με τον δείκτη της το στήθος τού νεαρού: «δεν γουστάρω τον σκατοπαράδεισό σου, ρε μαλακισμένο· το καταλαβαίνεις; δεν γουστάρω να έρθω· δεν αντέχω τους φανατικούς, τους ηλίθιους σαν και σένα που αντί να πάτε να σκοτώσετε τους πλούσιους και τους τραπεζίτες που δημιούργησαν αυτή την κόλαση, σκοτώνετε αθώο κόσμο που υποφέρει όπως κι εσείς·» ο άραβας την σημαδεύει και πιέζει τη σκανδάλη· «Pollyy..!» το όπλο παθαίνει εμπλοκή· ο τρομοκράτης πασχίζει να επιδιορθώσει το καλάσνικωφ· η Polly είναι σε τέτοια κατάσταση που δεν λογαριάζει τίποτε· «άντε γαμήσου κωλόπαιδο κι εσύ κι η θρησκεία σου κι όλες οι θρησκείες τού κόσμου· χιλιάδες χρόνια τώρα μας πρήζετε τ’ αρχίδια με τους θεούς σας! αρκετά πια! χώστε τους στον κώλο σας κι αφήστε μας να ζήσουμε ελεύθερα όπως μας αρέσει! σκατά στα μούτρα σας, τσογλάνια!» μια ριπή διακόπτει τα λόγια της· το σώμα της σφαδάζει στον αέρα –το ίδιο αυτό το σώμα που χθες στον ίδιο αυτό χώρο σπαρταρούσε από έρωτα τώρα σπαρταρά από θάνατο– βλέπω τις σφαίρες που το διαπερνούν να καρφώνονται στον τοίχο πίσω της κι έπειτα πέφτει πάνω μου σαν σακί· «άπιστη..,» μουρμουρίζει με μίσος μεσ’ απ’ τα δόντια ο νεαρός άραβας· νιώθω το ζεστό της αίμα να μουσκεύει τα ρούχα μου και να κολλά στο δέρμα μου· την σφίγγω στην αγκαλιά μου, ξεσπώ σε κλάματα: «Polly, Polly..,» βήχει αίμα· τί κάνει; χαμογελά; «του τα ’πα και ξεθύμανα, Soma·» «σστ, μη μιλάς·» «αγανάχτησα· ήταν ανυπόφορος·» «είσαι γενναίο κορίτσι, Polly· γενναίο κι ανόητο·» «με συγχωρείς που σου φέρθηκα έτσι χθες..,» «ω, Polly, ξέχνα το· δεν σου κρατώ κακία·» «είσαι καλός άνθρωπος, Soma, έχεις αγάπη μέσα σου και σύντομα θα σου βγει· θ’ αγαπήσεις· και θα ’ναι πολύ τυχερή αυτή που θ’ αγαπήσεις...» «μη μιλάς, μη μιλάς, Polly·» «γκουχ-γκουχ..,» και ξαφνικά τα ορθάνοιχτα μάτια της πετρώνουν κι όλα χάνουν απότομα το νόημα του· «Polly!» έπεσαν οι μορφές και ν’ αποκαλύφθηκε η ανυπαρξία τού κόσμου· σηκώνω μια καρέκλα και κάθομαι· τίποτε πια δεν έχει σημασία, τίποτε δεν με νοιάζει· κουράστηκα απ’ τον κόσμο· παραιτούμαι· κάθε προσπάθεια να κατανοήσω τί συμβαίνει και γιατί συμβαίνει, είναι μάταιη· δεν υπάρχει τίποτε να καταλάβω· έτσι είναι η ζωή· τελεία και παύλα· κι αυτό είναι το τέλος τού κόσμου· ένα εξαιρετικά γελοίο τέλος· μια τραγικά ανόητη κατάληξη· ο εκτροχιασμένος πλανήτης τραντάζεται απ’ τα γέλια με το καταγέλαστο κατάντημα τού ανθρώπινου είδους που κουβαλά πάνω του· ο καγχασμός του αντηχεί στο σκοτεινό, απέραντο διάστημα και το στοιχειώνει... και ξαφνικά περνά απ’ το νου μου η εξωφρενική ιδέα ότι κάποιος μπορεί ν’ αλλάξει τον εαυτό του και τον κόσμο, και να ζήσει μια καινούργια ζωή αν.., αν αλλάξει τον γραφικό του χαρακτήρα· έχω την απολύτως παράλογη πεποίθηση ότι αλλάζοντας γραφικό χαρακτήρα θα προκαλέσω μια σημειακή διαταραχή στο σύμπαν, μια απειροελάχιστη αταξία στους φυσικούς νόμους, η οποία θα εξαπλωθεί και θα οδηγήσει σε γενικότερη ανακατάταξη των πραγμάτων· έχω την αρχέγονη, απονενοημένη πίστη ότι η γλώσσα είναι πανίσχυρο, μαγικό ξόρκι το οποίο δημιουργεί τους κόσμους όπου ζούμε· ότι η επίκληση και μόνο του ονόματός του μπορεί να αναστήσει τον νεκρό· βγάζω λοιπόν το μολύβι απ’ την τσέπη μου κι αρχίζω να χαράσσω με δύναμη πάνω στο μαλακό ξύλο τού τραπεζιού αργά, ένα-ένα τα γράμματα του ονόματός της· όχι όπως συνήθως γράφω, αλλά σαν να είμαι ο πρώτος άνθρωπος που ανακαλύπτει τη γραφή· ‘P-o-l-l-y·’ γκαπ! με τον υποκόπανο ο νεαρός άραβας, αισθάνομαι έναν οξύτατο πόνο στο κεφάλι μου και πέφτω ζαλισμένος στο πάτωμα· μέσα από μια βαθυκόκκινη κουρτίνα –είναι το αίμα που κυλά απ’ το τραύμα στο κεφάλι μου καλύπτοντας το μάτια μου– βλέπω θολά τον τρομοκράτη να σκύβει, να διαβάζει αυτό που έγραψα, να υψώνει το καλάσνικωφ και σημαδεύοντάς με σφίγγει το δάχτυλο στη σκανδάλη· χα! δεν φοβάμαι· σε λίγο θα ’μαι με την Polly μακριά απ’ αυτόν τον σκατόκοσμο· τότε ανοίγει η πόρτα τού καταστήματος, «κακούργεε..!» και εισβάλλει μια έξαλλη γυναίκα με μπούργκα που ανεμίζει σαν μαύρη κατάρα κραδαίνοντας ένα μαχαίρι· «ήρθα να πάρω τα παιδιά μου! Laila! Farouq, πού είστε;» ο ηλικιωμένος άραβας σε εκστατική κατάσταση με υψωμένα χέρια βοά: «αίμαα..! βλέπω αίμα, γυναίκαα· πολύ αίμα, παντού αίμαα..!» στο τεντωμένο, τρεμάμενο χέρι του κρατά μια μικρή ηλεκτρονική συσκευή –ένα τηλεχειριστήριο, κι ετοιμάζεται να πυροδοτήσει την βόμβα-κόρη του· «το δικό σου αίμα βλέπεις, βλάκα!» απαντά η γυναίκα και, ντουπ-ντουπ-ντουπ! του καταφέρει τρεις αλλεπάλληλες μαχαιριές στο στήθος· ο άντρας κλονίζεται· «πατέραα..!» κραυγάζει δραματικά η κόρη· ο ηλικιωμένος άραβας προσπαθεί να φωνάξει αλλά η πίεση του αέρα στα πνευμόνια του βρίσκει διέξοδο από τις τρύπες στο στήθος κάνοντας ν’ αναβλύσουν τρεις ορμητικοί πίδακες αίματος σε απόσταση τεσσάρων-πέντε μέτρων· εμβρόντητο το θύμα κοιτάζει τους πίδακες που εκπηδούν από μέσα του σαν να μη πιστεύει στα μάτια του· κάνει ένα ασταθές βήμα, γλιστρά πάνω στο πηχτό του αίμα και καθώς πέφτει, το τηλεχειριστήριο ξεφεύγει από το χέρι του, διαγράφει μια μεγάλη παραβολική τροχιά στο αέρα και ωωπ! έρχεται και πέφτει στην παλάμη μου· μέσα στη σκοτοδίνη μου προσπαθώ να διακρίνω τί είναι αυτό το ουρανοκατέβατο πράγμα που ήρθε κι έπεσε στο χέρι μου· ακούγεται μια ριπή, η μάνα με τη μπούργκα σωριάζεται, το καλάσνικωφ του γιού της που τρέμει σύγκορμος καπνίζει· «μάναα..!» κραυγάζει δραματικά η κόρη· «μεγαάλη η χάρη τού θεού!» ουρλιάζει σε παροξυσμική κατάσταση ο γιος· «μεγαάλη η χάρη του!» στριγγλίζει υστερικά κι η βόμβα-αδελφή του· η βλακεία είναι η πιο μεταδοτική, η πιο επικίνδυνη απ’ όλες τις ασθένειες, το πιο θανάσιμο απ’ τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα· σε κατάσταση ομαδικού παραληρήματος, «είναι μεγάλη σαν μαγκάλιι..!» ανταποκρίνεται ο θρησκόληπτος όχλος απ’ έξω σπάζοντας τις τζαμαρίες με γροθιές και κλωτσιές και εισβάλλοντας στο μαγαζί· «μεγάλη σαν την Βαϊκάλη και σαν την Αγχιάλη!» ντελίριο μανιώδους παράνοιας, «μεγάλη-μεγάλη, σαν βου-βάλι!» φρενίτιδα μνημειώδους βλακείας και άγριας θεομανίας που καταλήγει σε ανεξέλεγκτο καταιγισμό πυρών από και προς πάσα κατεύθυνση· τραπέζια, καρέκλες τινάζονται και διαλύονται στον αέρα· «θεέ-θεέ, αλη-θι-νέ!» ποτήρια, μπουκάλια, καθρέφτες σπάνε, «θεέ-θεέ, ιδα-νι-κέ!» ορυμαγδός, πανδαιμόνιο, ομαδική παράκρουση· «ανατινάξου!» φωνάζει ο Farouq στην αδερφή του· σηκώνομαι με κόπο και μέσα στην παραζάλη μου κατευθύνομαι παραπαίοντας προς την έξοδο υπηρεσίας· ένας άσχετος με τζίβα μαλλιά που περιφέρεται με τα χέρια στις τσέπες χαζεύοντας άσκοπα, «πω, πω! ρε φίλε, της πουτάνας γίνεται στο μαγαζί σου· πώς το επιτρέπεις;» τον κοιτάζω παγερά· ψάχνει τις κατσαρόλες· «μμ, ωραίο κεμπάπ!» «ανατινάξου αδελφηή..!» ωρύεται ο Farouk· «δεν μπορώ· δεν έχω το τηλεχειριστήριο,» του απαντά αυτή· «ποιος το ’χει, γαμώ το κέρατό μου;» «αυτός!» και δείχνει εμένα· «δώσε το τηλεχειριστήριο, άπιστε!» μου φωνάζει ο τρομοκράτης απλώνοντας απαιτητικά την παλάμη του· «άντε γαμήσου·» του λέω· ο τύπος με την τζίβα ενώ κάνει μια παπάρα στην κατσαρόλα: «α, δεν είναι σωστό, φίλε· πρέπει να του το δώσεις· δεν είναι δικό σου· γιατί τού το πήρες;» τον κοιτάζω έτοιμος να του χώσω μπουνιά: «τί λες ρε άσχετε;!» «α, όλα κι όλα, φίλε! ο πελάτης έχει πάντα δίκιο,» λέει με μπουκωμένο στόμα· ο Farouq μού βάζει την κάνη τού καλάσνικωφ στο πηγούνι: «το τηλεχειριστήριο!» «δε στο δίνω·» το δάχτυλό του σφίγγει τη σκανδάλη και, ντουπ! τρώει μια αδέσποτη στο μέτωπο και σωριάζεται με μια αστεία, ελικοειδή κίνηση του σώματος γύρω από τον άξονά του· «αδελφεέ..!» στριγγλίζει δραματικά η αδερφή· τινάσσεται πάνω και πατώντας πάνω στους ξαπλωμένους στο πάτωμα ομήρους έρχεται κι αγκαλιάζει τον αδερφό της που ξεψυχά· «ανατινάξου αδελφή· πάρε απ’ τον άπιστο το τηλεχειριστήριο κι ανατινάξου· το υποσχέθηκες στον πατέρα· ακολούθησέ μας στον παράδεισο· μαγκάλι η χάρη τού θεού..,» λέει αφήνοντας την τελευταία του πνοή· «μαγκάλι αναμμένο, αδελφέ· θ’ ανατιναχθώ, στο υπόσχομαι·» και σφίγγοντάς τον στην αγκαλιά της κλαίει μ’ αναφιλητά· σηκώνεται, τρέχει πίσω μου και πιάνοντάς με απ’ τον αγκώνα με σταματά· «δώστε μου το τηλεχειριστήριο, κύριε· δώστε μου το ν’ ανατιναχτώ·» τραβώ απότομα το χέρι μου· «άντε παράτα μας, κυρά μου·» βγαίνω στο δρόμο· βαδίζω γρήγορα· είμαι εξοργισμένος με την επιπολαιότητα του θεού που δημιούργησε έναν ολόκληρο κόσμο αμελώντας να του δώσει νόημα· η κοντή σαν αυγό γυναίκα τρέχει πίσω μου· η λουλακί μπούργκα ανεμίζει σαν αερικό· με αγγίζει στον αγκώνα, «σας παρακαλώ κύριε, η κατάρα τού πατέρα μου θα με κυνηγά σ’ όλη μου τη ζωή·» την σπρώχνω· «φύγε από ’δω, ανόητη·» «του το υποσχέθηκα·» κλωτσώ θυμωμένος το πτώμα ενός χοντρού αρουραίου· σκοτεινιάζει και στον ουρανό κάτι μολυβένια σύννεφα μου συνθλίβουν την καρδιά· αισθάνομαι απέραντη θλίψη· φθάνω σπίτι, ανεβαίνω τις σκάλες –αυτή πάντα πίσω μου– μπαίνω στο διαμέρισμα, ξαπλώνω στο κρεβάτι, ανοίγω την τηλεόραση· έχει κάτι παλιά ασπρόμαυρα mickey mouse του προηγούμενου αιώνα· η γυναίκα-βόμβα εμφανίζεται δειλά στο άνοιγμα της πόρτας, πλησιάζει διστακτικά στο κάτω μέρος τού κρεβατιού και στέκει σιωπηλή· «τί θες;» λέω εκνευρισμένος· «φύγε από ’δω! πήγαινε σπίτι σου·» δεν μιλά· την αγνοώ, δεν της δίνω σημασία· με κυριεύει μια απέραντη απάθεια, μια αδιαφορία για τα πάντα· βγάζω από την τσέπη μου το μικρό τηλεχειριστήριο και της το πετώ πάνω στο κρεβάτι· «ορίστε, παρ’ το και κάνε ό,τι θες· ανατινάξου· δεν με νοιάζει·» της λέω και στρέφομαι στην τηλεόραση· απλώνει το χέρι, παίρνει αργά το τηλεχειριστήριο, τοποθετεί τον αντίχειρα πάνω στο κόκκινο κουμπί, είναι έτοιμη να το πατήσει· το παράξενο λουλακί πλάσμα στέκει εκεί, όρθιο, ασάλευτο, σιωπηλό και με κοιτάζει επίμονα μέσα απ’ τη σχισμή τής μπούργκας· εκνευρίζομαι· «άντε κυρά μου, τέλειωνε να ησυχάσουμε επιτέλους!» ξαφνικά πετά το τηλεχειριστήριο στο κρεβάτι και τραβώντας τη μπούργκα τη βγάζει πάνω απ’ το κεφάλι της· ανασηκώνομαι στους αγκώνες έκπληκτος: μπροστά μου στέκει ένα γυμνό, αδύνατο, κοριτσάκι 10 περίπου χρονών που έχουν περιτυλίξει σφιχτά το κορμάκι του με φαρδιές, ασημένιες, αυτοκόλλητες, ταινίες οι οποίες συγκρατούν κατάσαρκα τις δεσμίδες των εκρηκτικών· 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου