Ὄν τεχνητῆς νοημοσύνης,
παγίδευσα τὸν οὐρανό,
–τὸν ἑαυτό,
στὶς πλεκτάνες τοῦ μυαλοῦ
μου.
Τώρα πορεύομαι σ’ ἓναν ἀπατηλὸ χῶρο
Μὲ τὴν παραμικρὴ κίνηση,
ἦχο ἤ βλέμμα,
μεταλλάσσεται
Ἀντανακλᾶ τὶς σκέψεις μου.
Οὔτε νεκρὸς εἶμαι,
οὔτε ζωντανὸς
Περιπλανῶμαι μ’ ἐρειπωμένο σῶμα,
ὀξιδωμένο κρανίο,
οὐρλιάζοντας στὸ ἀχανὲς ἑτοιμόρροπο σύμπαν:
«Ὄνειρο εἶμαι
Ποτεέ!
Πουθενὰ δὲν ὑπῆρξα!»
Πηδῶ καὶ σχίζω μὲ τὰ νύχια τὸν οὐρανὸ
Καταρράκτης τ’ ἄστρα χύνονται στὴ γῆ
Βαθιὰ στὰ χόρτα τῆς ψυχῆς,
ἕνα τριζόνι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου