Κάθομαι σ’ ἕνα
παραλιακὸ καφενεῖο καὶ περιμένω τὸν Θάνατο
Μιὰ ὡραία γυναίκα
προβάλλει ἀπὸ τὰ κύματα,
κρατῶντας μία
κλεψύδρα
«Ὁ χρόνος σου τελείωσε Λάρρυ»
«Μητέρα, ἐσύ;!» ψιθυρίζω ἔκπληκτος
»Πές μου τοὐλάχιστον πρὶν γεννηθῶ τί ἤμουν;»
Γυρίζει τὴν
κλεψύδρα ἀνάποδα,
κι ὁ χρόνος
ἀντιστρέφεται
Ὅλα μου τὰ ποιήματα ἐπιστρέφουν στὸ
μελανοδοχεῖο
Γίνομαι παιδί,
βρέφος καὶ βουούπ!
περνῶντας ἀπ’ τὴ μήτρα σκορπίζομαι στὸ
διάστημα.
Εἶμαι ἡ νύχτα ποὺ
κυοφορεῖ καινούργιους κόσμους.
Οἱ θαμῶνες ἀποκοιμήθηκαν
στὶς καρέκλες τους
Ἕνας γάτος τρώγει
ἀπὸ τὰ πιάτα τους
Ἀπ’ τὰ μισάνοιχτα
χείλη τους βγαίνουν πυγολαμπίδες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου