Βαδίζω σὲ μιὰ χιονισμένη κοιλάδα
Καὶ ξαφνικὰ ἀντιλαμβάνομαι,
ὅτι τ’ ἀποτυπώματά μου εἶναι μπροστά,
ὅτι τὸ μέλλον μου εἶναι
προδιαγεγραμμένο.
Τὰ ἴχνη μου ὁδηγοῦν σ’ ἕνα μοναχικὸ σπίτι
Μπαίνω καὶ φρρ..! σμήνη πεταλούδων ἀφίπτανται
Στὸ δάπεδο γυμνό,
ἕνα δεκάχρονο κορίτσι σπαρταρᾶ ἀπὸ ἡδονὴ
Στὰ χείλη, στὶς θηλές, στὴν κλειτορίδα της,
συνωθοῦνται χρυσαλλίδες
Ἀπὸ πόθο τρέμουν τὰ φτερά
τους.
Ἀπ’ τὸ παράθυρο βλέπω τὶς νιφάδες,
ποὺ λιώνουν πάνω ἀπ’τὴ φλεγόμενη πόλη
«Δὲν εἶσαι ’σὺ ποὺ κοιτάζεις τὸν κόσμο,» λέει τὸ κορίτσι
»εἶναι ὁ κόσμος ποὺ ἀντικρίζει τὸν ἑαυτό του»
Καὶ μὲ κυκλώνουν οἱ ψυχὲς μὲ τὰ πτερὰ-λεπίδες,
καὶ μοῦ κατασχίζουν τὰ μάτια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου