Εἶμαι ψηλὸς ὀστεώδης
Πηγαίνω στὴν ἐργασία μου φορῶντας,
μαῦρο στενό, παλιομοδίτικο κοστούμι
Ἀπὸ κάτω κρύβω,
τὶς κορακίσιες μου φτεροῦγες.
Τ’ ἀπογεύματα κάθομαι στὸ τραπέζι,
καὶ κοιτάζω τὰ χέρια μου.
Οἱ ἄνθρωποι μὲ ἀποφεύγουν
Περπατοῦν βιαστικοὶ γεμάτοι ἔγνοιες
Ἀγοράζουν, πωλοῦν,
γεννοῦν παιδιά,
φλυαροῦν ἀκατάπαυστα
Φοβοῦνται τὸν θάνατο.
Κάθομαι στὸ τραπέζι καὶ κοιτάζω τὰ χέρια μου
Καθὼς σκοτεινιάζει,
γίνομαι σιγὰ-σιγὰ ὀμίχλη,
καὶ φθάνω στὶς καρδιές σας.
ΟΠΟΙΟΣ ΤΟ
ΔΙΑΒΑΣΕ, ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΘΗΚΕ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου