Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2017

Χριστούγεννα 2017


...παραμονή Χριστουγέννων 2017· έφυγε κι ο τελευταίος πελάτης, μέτρησα τα χρήματα, σκούπισα, έκλεισα τα φώτα και κάθομαι στο σκοτάδι καπνίζοντας· χιονίζει· κοιτάζω έξω τις πυκνές νιφάδες στο φως τού φανοστάτη· οι προβολείς τών αυτοκινήτων που στρίβουν, σαρώνουν τους τοίχους τού μαγαζιού· οι εύπλαστες σκιές γλιστρούν στους τοίχους λαμβάνοντας το σχήμα τών αντικειμένων που συναντούν χωρίς την παραμικρή αντίσταση· περιμένω την Pollyanna να έρθει από την τελευταία παραγγελία· θα την πληρώσω και μετά θα πάω σπίτι να κοιμηθώ· φέρνοντας το τσιγάρο στα χείλη, «νάτο πάλι!» ‘βλέπω’ μέσα από τα μάτια αυτής τής γυναίκας: τα χέρια της που ανάβουν τα κεριά ενός εορταστικού τραπεζιού στρωμένου με ακριβά σερβίτσια... πριν από μερικούς μήνες άρχισε να μου συμβαίνει κάτι ανεξήγητο· κάτι σαν παραίσθηση· σαν ένας αόρατος δίαυλος –μια οπτική ίνα– να συνδέει τα μάτια της με τα δικά μου κι απροειδοποίητα μου μεταδίδει αποκομμένες σκηνές απ’ τη ζωή της· δεν την γνωρίζω· δεν έχω δει ποτέ το πρόσωπό της· βλέπω μόνο ό,τι βλέπει· είναι δολοφόνος· τις νύχτες γνωρίζει άντρες, τους προσκαλεί σπίτι της, κάνει έρωτα μαζί τους και τους ευνουχίζει· ποια είναι; γιατί τους φονεύει; η παράξενη εμπειρία δεν διαρκεί περισσότερο από μερικά δευτερόλεπτα κάθε φορά, και σταματά αναπάντεχα όπως αρχίζει· ντριίγκ! ανοίγει η πόρτα τού μαγαζιού και μπαίνει η Pollyanna· «Soma..? πού είσαι;» με βλέπει· «γιατί κάθεσαι στα σκοτάδια;» η Polly κάνει το delivery· την προσέλαβα πριν ένα χρόνο περίπου· βγάζει το κράνος· κατεβάζει το φερμουάρ τού δερμάτινου μπουφάν· είναι λεπτή, ψηλή, ευλύγιστη με μακριά ξανθά μαλλιά, γαλάζια μάτια κι ένα σαγηνευτικό, ακαταμάχητο χαμόγελο σαν υπερβόρεια νεράιδα· σπρώχνω προς το μέρος της τα χρήματα του εβδομαδιαίου μισθού της που είναι πάνω στο τραπέζι· «είναι και το δώρο τών Χριστουγέννων μαζί·» «thanks,» τα βάζει στην τσέπη τού blue jean· «Polly..,» «τί·» «έχεις δει ποτέ με τα μάτια κάποιου άλλου;» «τί;!» «...σαν να κρυφοκοιτάζεις, να κατασκοπεύεις τη ζωή κάποιου μέσα από τα μάτια του·» με κοιτάζει απορημένη· «τί πίνεις;» ρωτά ειρωνικά· «ξέχασέ το,» λέω, σηκώνομαι και παίρνω την καπαρντίνα μου· «βιάζεσαι;» λέει πηγαίνοντας προς στο ψυγείο· παίρνει δυο μπύρες, τις ανοίγει και πίνοντας απ’ το ένα μπουκάλι, τείνει το δεύτερο προς το μέρος μου· «Χριστούγεννα, σήμερα· κερνάω εγώ, κράτησέ τα από το μισθό μου·» κατεβάζει την καρέκλα από το τραπέζι, κάθεται· «κάτσε,» λέει· παίρνω μια άλλη και κάθομαι απέναντί της· κοιτάζω το πρόσωπό της που φωτίζεται κι σκιάζεται εναλλάξ, από τους φάρους των αυτοκινήτων που περνούν· «τί κοιτάς;» «τις φευγαλέες διαθέσεις σου· πώς διαδέχονται η μία την άλλη·» «θα περάσεις μόνος τα Χριστούγεννα;» «δεν βλέπω την ώρα να πέσω για ύπνο·» απλώνει το χέρι και πιάνει το δικό μου –τα δάχτυλά της είναι κρύα από το μπουκάλι· «φοβάσαι μήπως αρνηθώ· σε πληγώνει η απόρριψη· γι’ αυτό δεν τολμάς·» «τί εννοείς;» «μην κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις· ξέρω ότι σού αρέσω· κάθε φορά που σου γυρίζω την πλάτη, αισθάνομαι το βλέμμα σου στον κώλο μου·» «Polly, είσαι 27 χρονών κι εγώ έχω σχεδόν τη διπλάσια ηλικία· για σένα είναι απλά ένα πήδημα· για μένα θα είναι ένα οδυνηρό, συναισθηματικό μπλέξιμο·» ενοχλημένη στρέφει απότομα το κεφάλι προς τα έξω· «θε μου, δεν αντέχω αυτή τη θλιμμένη σου έκφραση!» ψάχνω βιαστικά στο μυαλό μου να βρω μια απάντηση-δικαιολογία· «πώς είναι δυνατόν να ’μαστε ευτυχισμένοι όταν ξέρουμε ότι θα πεθάνουμε;» λέω κι αμέσως το μετανιώνω· «άσε τις φιλοσοφικές μαλακίες, Soma· είσαι απλά δειλός· στη θέση σου, άλλοι θα ’χαν εκμεταλλευτεί την ευκαιρία·» τραβά την καρέκλα της και πλησιάζει το πρόσωπό της κοντά στο δικό μου· «ξέρεις γιατί μ’ αρέσεις; γιατί μέσα σ’ αυτόν τον σκληρό, απάνθρωπο, γαμημένο κόσμο που ζούμε, διατηρείς έναν παλιομοδίτικο ρομαντισμό κρύβοντας –χωρίς επιτυχία– την ευαισθησία σου κάτω από ένα προσωπείο κυνισμού κι αδιαφορίας·» με κοιτάζει προκλητικά κι έξαφνα νιώθω να με χουφτώνει κάτω απ’ το τραπέζι· ο λαιμός μου στεγνώνει· σηκώνω το μπουκάλι και πίνω· «σου σηκώνεται, Soma?» ρωτά χαμογελώντας ειρωνικά· «...θα σε τρελάνει το μουνάκι μου αν το γαμήσεις, Soma· θέλεις να μου το γαμήσεις; ε, θέλεις; ...ω, αυτό που πιάνω λέει, ναι· θέλει πολύ· παάρα πολύ!» γελά· σηκώνεται, ξεκουμπώνει και κατεβάζει με οφιοειδείς κινήσεις τής λεκάνης το στενό blue-jean μέχρι τους μηρούς· «πόσο καιρό έχεις να γαμήσεις;» «πολύ·» «γιατί;» «είναι τόσο δύσκολος ο έρωτας στις μέρες μας!» «γλύψε με, ο δρόμος για τον παράδεισο περνά απ’ το μουνί μου,» λέει προτείνοντας τη λεκάνη· αγκαλιάζω την μέση της και κολλώ το μάγουλό μου στη γυμνή, απαλή, ζεστή κοιλιά της· εισπνέω βαθιά απολαμβάνοντας την γυναικεία της μυρωδιά· «ποιο είναι το πρόβλημά σου;» ρωτά ελαφρά εκνευρισμένη· «θα βγω χαμένος αν σ’ ερωτευτώ· το ξέρω, θα υποφέρω,» ψιθυρίζω· «χα-χα-χα!» ξεσπά σ’ ένα αυθόρμητο γέλιο· «να μ’ ερωτευτείς;! ποιος σου ζήτησε να μ’ ερωτευτείς· ένα πήδημα σου ζήτησα· κι εξάλλου είσαι ήδη ερωτευμένος μαζί μου κι υποφέρεις· νομίζεις ότι δεν φαίνεται;» σκύβει ακουμπώντας τους αγκώνες στο τραπέζι προβάλλοντας προς τα πίσω τούς γλουτούς· «έλα, στο κάνω δώρο για τα Χριστούγεννα· μην κάνεις τον δύσκολο· όλους αυτούς τους μήνες αυτό δεν ονειρευόσουν; γιατί περιπλέκεις την κατάσταση; έλα, μόλις χύσεις θα δεις πόσο απλά είναι τα πράγματα·» της τον βάζω· όχι δεν είναι αυτός ο δρόμος για τον παράδεισο· αυτός ο δρόμος οδηγεί κατευθείαν στην καυτή, υγρή, γλυκιά, καταραμένη κόλαση· της φιλώ και της δαγκώνω τον τράχηλο· «άου.., με πονάς!» «συγγνώμη· δεν το ’θελα·» «όχι, όχι· μ’ αρέσει· δάγκωσέ με ξανά· ...έχεις τόση καύλα! πώς συγκρατιόσουν τόσο καιρό;» καθώς πηγαινοέρχομαι μέσα της πιάνει το μπουκάλι, πίνει μια γουλιά και μου το δίνει· το κοιτάζω· «είναι άδειο..,» λέω αμήχανα· «δεν στο ’δωσα να πιεις,» μουρμουρίζει· με το αριστερό της χέρι ανοίγει τραβώντας τον γλουτό της· «...στον κώλο μου, μαλάκα· χωσ’ το μου στον κώλο,» μουγκρίζει μεσ’ απ’ τα δόντια ανυπόμονα· κοιτάζω αναποφάσιστος το μπουκάλι και το αφήνω πάνω στο τραπέζι· μια μεγάλη παρέα μεθυσμένων αντρών και γυναικών περνά απ’ έξω τραγουδώντας εντελώς παράφωνα, «Silent Night/ Holy Night/ All is calm/ All is bright..,» γελώντας και ξεφωνίζοντας· αν κάποιος πλησιάσει και κοιτάξει μέσα θα μας δει· «τη λέξη, ...πες τη μου,» ψιθυρίζει λαχανιασμένη· «ποια λέξη;» «ξέρεις· αυτή που θέλεις να μου πεις τόσο καιρό αλλά φοβάσαι και ντρέπεσαι να την πεις· θέλω να την ακούσω·» «δεν μπορώ·» επιτακτικά: «πες τη μου!» «δεν μπορώ·» περνά το δεξί της χέρι κάτω απ’ τα σκέλη της και μου σφίγγει τους όρχεις· «πες τη, μαλάκα!» «με πονάς!» «πες τη γαμημένη λέξη αλλιώς θα στα σπάσω τ’ αρχίδια! πες τη μου να χύσω·» ακούω κάτι σαν αναφιλητό· «Polly.., κλαις;!» ικετεύει: «πες τη μου σε παρακαλώ· δεν μπορώ να τελειώσω αν δεν την ακούσω, δεν μπορώ·» «αγάπη μου,» μουρμουρίζω μεσ’ απ’ τα δόντια· «δυνατά!» «σ’ αγαπώ, Polly· σ’ αγαπώ..!» το κορμί της συνταράσσεται από δυνατούς σπασμούς, σπαρταρά πάνω στο τραπέζι· ο οργασμός της με παρασύρει στις δίνες του και τελειώνω μαζί της· ξαπλώνω πάνω της αγκαλιάζοντας την και φιλώντας τρυφερά την πλάτη της· «πόσο γρήγορα χτυπά η καρδιά σου,» και προσθέτει: «...με τρομάζει·» «είσαι ο Αγιο-Βασίλης μου,» ψιθυρίζω στ’ αυτί της· «...μου πρόσφερες το σώμα σου· ήταν το καλύτερο χριστουγεννιάτικο δώρο που μου έκαναν ποτέ· σ’ ευχαριστώ·» «μου αρέσεις Soma· όταν είδα απ’ έξω την αγγελία που έγραφε ότι ζητούσες υπάλληλο, έσκυψα, σε είδα απ’ το τζάμι και είπα μέσα μου, ‘μμ, καλός φαίνεται αυτός·’» «μπαίνοντας στο μαγαζί για να ζητήσεις δουλειά αισθάνθηκα ότι έμπαινες στη ζωή μου· επί ένα χρόνο αντιστεκόμουν ν’ αποφύγω το μοιραίο που συνέβη απόψε·» τιιίτ- τιιίτ- τιιίτ.., το κινητό μου· «με συγχωρείς,» λέω κι αποχωρίζομαι απ’ το σώμα της· «ναι..;» «Madman εδώ· έχεις κεμπάπ-back up? ο Little John πεινάει-high και θέλει να φάει-καλάι· πιάσε και δυο πίτσες-πιπίτσες με νάνι-νάνι-μανιτάρι απ’ τον Άρη· γράψε και μια καραμπινάτη καρα-καρμπονάρα αλά Τσε Γκεβάρα· και πού ’σαι: φέρε και μπόλικες μπόρες-μπύρες-μπήκες;» «εντάξει εντάξει,» λέω βιαστικά και κλικ! κλείνω το τηλέφωνο· ο Madman μιλά σ’ αυτή την προσωπική, γελοία διάλεκτο είτε από βλακεία, είτε από ηλιθιότητα, είτε κι απ’ τα δύο· «ποιος ήταν;» ρωτά η Polly κουμπώνοντας το blue jean της· «ο παρανοϊκός· πείνασε και θέλει να φάει πάλι· θα του πάω εγώ την παραγγελία· μείνε μαζί μου σε παρακαλώ απόψε· δεν σε χόρτασα· ανέβα πάνω στο δωματιάκι και ξάπλωσε· θα επιστρέψω αμέσως·»
.................................................................................................................
 ...ιππεύοντας τη μοτοσυκλέτα τρέχω μ’ ανοιχτό το στόμα χάφτοντας σκοτάδι και νιφάδες ενώ το μούγκρισμα της μηχανής διαδίδει στην πόλη τον άγριο έρωτά μου· διασταυρώνομαι με αγροτικά ημιφορτηγά εξοπλισμένα με πολυβόλα και φορτωμένα συμμορίτες πού πυροβολούν στον αέρα κατευθυνόμενοι ανατολικά όπου ακούγονται εκρήξεις· φθάνω, μπαίνω χαρούμενος στο εστιατόριο και βλέπω πάνω στο τραπέζι ένα σημείωμα και μερικά νομίσματα· το παίρνω ανήσυχος και με κομμένη ανάσα διαβάζω: ‘ό,τι έγινε, έγινε· ξέχασέ το· τα χρήματα είναι για τις μπύρες· κερνάω εγώ!’ υπογραφή, ‘ο Αγιο-Βασίλης σου·’ «Poly!» καμιά απάντηση· έφυγε· «γιατί; μετάνιωσε; μήπως έκανα κάποιο λάθος; μήπως είπα κάτι που δεν της άρεσε;» δεν καταλαβαίνω· πληκτρολογώ βιαστικά τον αριθμό της: τούουτ.., τούουτ.., τούουτ.., δεν απαντά· αναστατωμένος βγαίνω αφήνοντας ανοιχτή την πόρτα, καβαλώ τη μοτοσυκλέτα· δεν μένει μακριά· φθάνω, χτυπώ την πόρτα, περιμένω, ανυπομονώ, ξαναχτυπώ· ανοίγει κρατώντας ένα μωρό στην αγκαλιά της που κλαίει υστερικά! «τί θέλεις;» ρωτά ψυχρά· χάνω τα λόγια μου· «δικό σου είναι;» ρωτώ δείχνοντας με το βλέμμα το παιδί· ρίχνει μια ματιά πίσω της στο διάδρομο και ψιθυρίζει σε αυστηρό τόνο: «τίποτε δεν έγινε μεταξύ μας, Soma· όλα τα φαντάστηκες·» «τα φαντάστηκα;!» από μέσα ακούγεται μια βαριά αντρική φωνή: «ποιος είναι, Polly«τ’ αφεντικό μου·» «και τί θέλει τέτοια ώρα;» «λέει ότι δεν με χρειάζεται άλλο και να μην ξαναπάω για δουλειά στο μαγαζί του·» «πες του να πάει να γαμηθεί·» «δεν μου είπες ότι είσαι παντρεμένη με παιδί·» της λέω· εκνευρίζεται: «γιατί έπρεπε να στο πω; μου δημιουργείς πρόβλημα· δεν το βλέπεις; φύγε!» το παιδί στριγγλίζει σαν δαιμονισμένο· «σστ, σστ,» το κουνά νευρικά πάνω-κάτω στην αγκαλιά της, καταλαβαίνω ότι δεν έχω πια καμιά δουλειά εκεί –όλα τέλειωσαν απότομα κι απρόβλεπτα· «έχεις δίκιο,» λέω· ανεβαίνω στη μοτοσυκλέτα, ανάβω τη μηχανή, αλλά δεν φεύγω ακόμα· είμαι στραμμένος ίσα μπροστά, κοιτάζοντας το ίδιο μου το βλέμμα, λέγοντας άχρωμα: «δεν πρόκειται να σ’ ενοχλήσω ξανά, μην ανησυχείς· αυτό που έγινε, το ξέχασα ήδη· δεν είμαι θυμωμένος μαζί σου· αν θέλεις μπορείς να συνεχίζεις να εργάζεσαι στο μαγαζί μου· δεν σε απέλυσα·» την κοιτάζω, «καλά Χριστούγεννα, Polly,» αφήνω το ντεμπραγιάζ και φεύγω ακολουθώντας το νεκρό μου βλέμμα· νιώθω σαν να σέρνω πίσω μου ένα τεράστιο τσουβάλι γεμάτο μ’ όλη τη θλίψη τού πλανήτη· «αντίο Polly,» ψιθυρίζω· νιφάδες μπαίνουν στα μάτια μου αλλά δεν τα κλείνω· τις αφήνω να λιώνουν και ν’ αναμιγνύονται με τα δάκρυά μου· διασταυρώνομαι με μια διμοιρία ενόπλων ντυμένων στα μαύρα που κατευθύνεται τροχάδην ανατολικά απ’ όπου ακούγονται κανονιοβολισμοί· ξαφνικά φαίνεται μια μεγάλη λάμψη κι ακούγεται μια δυνατή έκρηξη από την Tower Bridge· ‘την ανατίναξαν;!’ φθάνω στο σπίτι συντετριμμένος· πέφτω με τα ρούχα στο κρεβάτι, ανάβω τσιγάρο, καπνίζω στο σκοτάδι· τίποτε δεν μ’ ενδιαφέρει· θέλω να πέσω σ’ ένα βαθύ κι ανόνειρο ύπνο· να μην αισθάνομαι, να μην σκέφτομαι τίποτε· κι ενώ βυθίζομαι βαρύς σαν πέτρα σ’ έναν κατάμαυρο ωκεανό λήθης, «α!» –η καύτρα μού καίει τα δάχτυλα, σβήνω το τσιγάρο στο πάτωμα, βάζω το ξυπνητήρι· κάτω στο δρόμο πυροβολισμοί και κραυγές: «θάνατος στους άπιστους –τους αμετάπειστους, ασάπιστους!» γυρίζω στο άλλο πλευρό και καθώς ο ύπνος με παίρνει, οι κραυγές τών ηλιθίων σιγά-σιγά σβήνουν.





2 σχόλια: